Η στρατηγική και εμπορική σημασία της Ανατολικής Μεσογείου επισημαίνεται στην επεκτατική πολιτική της αρχαίας Ελλάδος, ιδιαίτερα αυτή των Αθηνών. Πράγματι, ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι η συντριπτική ήττα των Αθηναίων στη ναυμαχία με τους Σπαρτιάτες, στους Αιγός Ποταμούς στον Ελλήσποντο, συντέλεσε στην κατάργηση της κυριαρχίας των Αθηνών και στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου.
Προφανώς, η στρατηγική σημασία της Ανατολικής Μεσογείου είναι ότι συνδέει την Ευρώπη με την Ασία και την Αφρική. Κατά συνέπεια, η περιοχή υπήρξε διαχρονικά το επίκεντρο ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, από την αρχή του 19ου αιώνος, ιδιαίτερα μετα τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή
Το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτείων Αμερικής για την περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής εμφανίστηκε ουσιαστικά μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την Διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν το 1947, με στόχο τον περιορισμό της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης στην Ελλάδα και στην Τουρκία, θεμελιώνοντας έτσι την αρχή του Ψυχρού Πολέμου. Με αυτόν τον τρόπο οι Ηνωμένες Πολιτείες δήλωσαν ότι η ασφάλειά της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής είναι ζήτημα υψίστης σημασίας για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτείων. Έκτοτε οι ΗΠΑ έθεσαν πρόσθετους στρατηγικούς στόχους που διεύρυναν την παρουσία των Ηνωμένων Πολιτείων στην περιοχή. Μεταξύ αυτών οι σημαντικότεροι είναι,
- η αποτροπή της Ρωσίας, και αργότερα της Κίνας, να δημιουργήσουν στρατηγικές σχέσεις με τις Χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής
- η ενθάρρυνση της σταθερότητας, της ειρήνης και της ασφάλειας της περιοχής, εν όψει της
- ανάδυσης της Τουρκίας ως παράγοντα αποσταθεροποίησης
- η επιβεβαίωση των δεσμεύσεων των ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου, παρά τον περιορισμό των συμφερόντων της στη περιοχή
- η επίτευξη ενεργειακής απεξαρτησίας της Ευρώπης από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας
- η ανάπτυξη ειδικών πολιτικών και στρατηγικών σχέσεων με Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ
Η εντόπιση και ανάπτυξη των τεράστιων αποθεμάτων υδρογονανθράκων στο τρίγωνο Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδος, σε συνδυασμό με την αμφιθυμία της Τουρκικής ηγεσίας έναντι της Ρωσίας, διαμόρφωσαν καθοριστικά της διμερείς σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτείων με την Ελλάδα. Επιπροσθέτως, οι εκτεταμένες δυνατότητες αναπτύξεως του λιμένος της Αλεξανδρούπολης, που αφορούν στην αποθήκευση και μεταφορά φυσικού αεριού (FSRU), στη χρήση του αγωγού IGB για την μεταφορά φυσικού αεριού στην Βουλγαρία και στις Χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και στην ανάπτυξη της ηλεκτρικής διασυνδέσεως Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδος και Αιγύπτου – Ελλάδος, συντελούν στην αποτελεσματική απεξάρτηση της Ευρώπης από τα Ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Η δυνατότητα διακίνησης βιομηχανικών προϊόντων, σιτηρών και φυσικού αεριού από την Αλεξανδρούπολη, κατά μήκος της Ανατολικής Ευρώπης και μέχρι την Φιλανδία, παρακάμπτει, εν τοις πράγμασι, το ρόλο της Τουρκίας ως τοποτηρητή των Δυτικών συμφερόντων στη Μαύρη Θάλασσα.
Έτσι, η Ελλάδα, μετα από πολλές δεκαετίες, αντιμετωπίζεται ως μια κρίσιμη Χώρα για την ανάσχεση της Ρωσικής επιθετικότητας. Μέσω Αλεξανδρούπολης φτάνει πολύτιμη βοήθεια στην Ουκρανία, αλλά και στις υπόλοιπες Νατοϊκές Χώρες των Βαλκανίων. Και το γεγονός ότι η σύγκρουση συμφερόντων, μεταξύ ΗΠΑ – ΕΕ – Ηνωμένου Βασιλείου και Ρωσιας, ενδεχομένως να κλιμακωθεί, η Ελλάδα ορθώς επελέγη να παραμείνει ως η πλέον αξιόπιστος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτείων, στην περιοχή. Ένας ακόμη παράγοντας που επιβάλλει την εμβάθυνση της στρατηγικής σχέσης της Ελλάδος με τις ΗΠΑ είναι η απρόβλεπτη συμπεριφορά της Τουρκίας στην προσπάθειά της να προβάλλει διεκδικήσεις που αφορούν στο υφιστάμενο αμυντικό καθεστώς των νήσων του Βορείου Αιγαίου (Λέσβος, Χίος Σάμος κλπ), καθώς και στον προσδιορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), ο οποίος όμως, κατά την Τουρκία, δεν πρέπει να βασίζεται στην Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών.
Συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Ηνωμένου Βασίλειου στην Ανατολική Μεσόγειο
Τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στην Ανατολική Μεσόγειο είναι προέκταση των Άγγλο -Γαλλικών συμφερόντων στην περιοχή από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η ανάληψη των πολιτικών, οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων στην περιοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιούργησε ένα ισχυρό παράγοντα σταθερότητάς και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον της ΕΕ είναι η ασφαλής μεταφορά φυσικού αεριού από τα κοιτάσματα του Ισραήλ, της Κύπρου, της Αιγύπτου, του Αζερμπαϊτζάν, και πιθανότατα της Ελλάδος, στη Δυτική Ευρώπη. Ήδη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε την πρωτοβουλία να στηρίξει τον Νότιο Διάδρομο μεταφοράς φυσικού αεριού από την Κασπία Θάλασσα και την Μέση Ανατολή στις Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτείων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου εστιάζεται στην ασφαλή και απρόσκοπτη ναυσιπλοΐα προς και από την Διώρυγα του Σουέζ. Να σημειώσουμε, ότι τα στρατηγικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Αγγλίας, στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπίπτουν απολύτως με αυτά των Ηνωμένων Πολιτείων.
Συμφέροντα της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο
Το έντονο ενδιαφέρον της Ρωσιας για την Ανατολική Μεσόγειο, από την εποχή των Τσάρων, συνδέεται με το καθεστώς ναυσιπλοΐας των Στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου, το οποίο ελέγχεται από την Τουρκία. Προφανώς, τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσιας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την εθνική της ασφάλεια. Η ελεύθερη διέλευση, μέρα – νύχτα, των εμπορικών πλοίων όλων των Κρατών, καθώς και η διέλευση των Ρωσικών εμπορικών και πολεμικών πλοίων, σε περίοδο ειρήνης, υπήρξε πάντοτε η προβληθείσα θέση της Ρωσίας στη διαμόρφωση της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923 και της Συνθήκης του Μοντρέ το 1936.
Γενικότερα, οι προτεραιότητες της Ρωσίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου διαμορφώνονται γύρω από τέσσερεις άξονες. (1) την ασφάλεια της Μαύρης Θάλασσας με την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των Ρωσικών εμπορικών και πολεμικών πλοίων στα Στενά των Δαρδανελίων και τον Βόσπορο, (2) την εδραίωση και ενίσχυση της παρουσίας της Ρωσίας στον τομέα της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, (3) την συνεργασία με την Τουρκία για την επίτευξη προώθησης των ευρύτερων στρατηγικών της επιδιώξεων, και (4) την καθιέρωση στρατιωτικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, από την Λεβάντ μέχρι την Βόρειο Αφρική. Βέβαια, οι Ρωσικές δραστηριότητες στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν δημιουργήσει προκλήσεις στα ενεργειακά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτείων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και στην αρχιτεκτονική των αμυντικών σχεδίων του ΝΑΤΟ.
Η Παρουσία της Κίνας στην Ανατολική Μεσόγειο
Από την αρχή του 21ου αιώνα η Κίνα προβάλλει και χρησιμοποιεί την οικονομική και στρατιωτική της ισχύ για να επεκτείνει τη γεωπολιτική της επιρροή σε τρίτες Χώρες, και παράλληλα να προωθήσει την μεγιστοποίηση των εξαγωγών της. Η σύνδεση της Κίνας με την Ευρώπη επιτυγχάνεται με την αποπεράτωση της «Μείζονος Λεωφόρου Μεταξιού» (Silk Road), που διασχίζει όλες περίπου τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Στις χώρες αυτές η Κίνα έχει επένδυση σε έργα υποδομής πλέον των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κομβικό σημείο της συνδέσεως της Κίνας με την Ευρώπη των 500 εκατομμυρίων, είναι η Ελλάδα, δια μέσου της μεγάλης επένδυσης της Κινέζικης εταιρείας COSCO, μεγέθους 300 εκατομμυρίων δολαρίων, στο λιμάνι του Πειραιά.
Για την επίτευξη του στόχου, η Κίνα συνδύασε την προσέλκυση Κυβερνήσεων που ελέγχουν πλήρως βασικούς κόμβους θαλάσσιων μεταφορών, όπως η κυβέρνηση της Αίγυπτου, η οποία ελέγχει την Διώρυγα του Σουέζ. Σε αντάλλαγμα για την διαχρονική και επ αόριστον χρήση της Διώρυγας του Σουέζ, η Κίνα συμφώνησε με στον Προέδρο της Αιγύπτου την πολεοδόμηση, ανατολικά του Καΐρου, της νέας Μητροπολιτικής Πρωτεύουσας, των δεκαπέντε εκατομμυρίων κατοίκων, εντός μιας δεκαπενταετίας, με κόστος 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η εκτέλεση του έργου ευρίσκεται εντός των συμφωνηθέντων προθεσμιών.
Σύγκρουση Συμφερόντων στη Ανατολική Μεσόγειο
Τα συγκρουόμενα πολιτικό -στρατηγικά συμφέροντα των τριών υπερδυνάμεων, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, συγκλίνουν στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία συνδέεται με την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, οδήγησε σε μείζονα πολίτικη και διπλωματική κρίση στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτείων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι ΗΠΑ, μαζί με τους συμμάχους της, ανέλαβαν πλήρως την δαπάνη του πολέμου, εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας.
Αμέσως μετα την Ρωσική εισβολή, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν εκτεταμένες χρηματο – οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, με αποτέλεσμα η Ρωσία να διακόψει πλήρως την ροή φυσικού αεριού και πετρελαίου στη Δυτική Ευρώπη, και κυρίως στη Γερμανία, της οποίας η βιομηχανία εξαρτάτο κατά 80% από το Ρωσικό φυσικό αέριο. Αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη του πληθωρισμού στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες σε διψήφιο αριθμό, και η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής αναπτύξεως, ιδιαίτερα στην Γερμάνια. Σημειώνω, ότι το πολύ χαμηλό κόστος του Ρωσικού φυσικού αεριού ήταν ο κυριότερός προωθητικός παράγοντας της μεγάλης και μακροχρόνιας οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης της Γερμανικής οικονομίας στην περίοδο 1984 – 2022.
Η έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων του Ισραήλ στην Παλαιστινιακή Γάζα, έπειτα από την δολοφονική επίθεση της Χαμάς στα «Κιμπούτς» του Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023, οδήγησέ στην αποσταθεροποίηση της περιοχής, και σε αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η επέκταση του πολέμου στην Ερυθρά Θάλασσα ,δια της επιθέσεως των ανταρτών Χούθι της Υεμένης εναντίον εμπορικών και πολεμικών πλοίων, έπεισαν αρκετές μεγάλες εφοπλιστικές εταιρείες να παρακάμψουν την Διώρυγα του Σουέζ και να χρησιμοποιήσουν την εναλλακτική διαδρομή γύρω από το Νοτιοαφρικανικό ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος, με αποτέλεσμα την εκτίναξη του κόστους μεταφοράς των προϊόντων, και την σημαντική αύξηση των τιμών. Η επιμονή του Ισραήλ στην συνέχιση του πολέμου ενέχει πραγματικό κίνδυνο διεύρυνσης του πολέμου, εμπλέκοντας στον πόλεμο τον Λίβανο, το Ιράν, και εν δυνάμει, τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της.
Η στρατηγική θέση της Ελλάδος και η συμμέτοχη της σε πολυεθνικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως αυτή της Ελλάδος – Ισραήλ – Κύπρου – ΗΠΑ, γνωστή και ως (3+1), συνιστά την Ελλάδα σημαντικό εταίρο στην ενθάρρυνση διαλόγου και στην εντόπιση οικονομικών ευκαιριών στην Ανατολική Μεσόγειο. Η διεύρυνση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Ισραήλ έχει ιδιαίτερη σημασία για την μεταφορά των 14 τρισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου που έχουν εντοπισθεί στο Ισραήλ και στην Κύπρο. Προφανώς, η μεταφορά φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη, μέσω Ελλάδος, διευκολύνει την απεξάρτηση της Ευρώπης από το Ρωσικό φυσικό αέριο.
Στην εμβάθυνση των σχέσεων των δυο Χωρών, εξ ίσου σημαντική, είναι και η κατασκευή του Διαδρόμου Υποθαλάσσιας Ένωσης, Euro Asian Interconnector, Ισραήλ – Κύπρου – Κρήτης – Πελοποννήσου- Ευρώπης, για την μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Η ηλεκτρική ενέργεια θα παράγεται με φυσικό αέριο στο Ισραήλ και την Κύπρο. Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής από την Ελλάδα, συντέλεσε στην προσέλκυση, και εγκατάσταση μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών (Pfizer, Cisco, Microsoft, Deloitte, και Chubb) στη Θεσσαλονίκη, και στην δημιουργία του πρώτου αξιόλογου Τεχνολογικού Κέντρου στα Βαλκάνια.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα αναγνωρίζεται πλέον ως πραγματικός πυλώνας σταθερότητας στη Ανατολική Μεσόγειο, σε αντιδιαστολή με την αβεβαιότητα που εκπέμπει η Τουρκία ως αξιόπιστου και προβλέψιμου συμμάχου. Επίσης, η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ένας στενός συνεργάτης, μεσαίου μεγέθους, στην πρώτη γραμμή μιας αυξημενης γεωπολιτικής συγκυρίας, σε μια εύφλεκτη περιοχή στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επένδυση στρατηγικά.
Δεδομένης της Τουρκικής επιθετικής συμπεριφοράς, η Ελλάς, για την προστασία των εναέριων και θαλασσίων δικαιωμάτων της, ορθώς θωράκισε την άμυνα της, υπογράφοντας με την Γαλλία Σύμφωνο Αμοιβαίας Αμυντικής Συνδρομής, και παράλληλα προχώρησε στην αγορά τελευταίας τεχνολογίας εναέριων και θαλάσσιων οπλικών συστημάτων, πέραν της υφιστάμενης αμυντικής συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, η αμυντική θωράκιση της Ελλάδος είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση, για μια ολιστική προστασία της Χώρας. Η αμυντική θωράκιση πρέπει να στηρίζεται και σε ισχυρή οικονομία.
Σε αυτό το περιβάλλον οι επιδόσεις της Ελληνικής οικονομίας υπήρξαν ικανοποιητικές τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αναπτύξεως ήταν (4,7%), μετα από μια περίοδο ιδιαίτερα χαμηλών ρυθμών αναπτύξεως. Ο σχετικά υψηλός ρυθμός αναπτύξεως οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, (1) στις διαρθρωτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην παραγωγική διαδικασία, (2) στην μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, με στόχο την επίτευξη πλεονασματικών προϋπολογισμών, (3) στην αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, (4) στην μείωση του πληθωρισμού και της ανεργίας, με παράλληλη σχετική σταθερότητα στο ισοζύγιο πληρωμών, (5) στην πραγμάτωση εκτεταμένων επενδυτικών προγραμμάτων από το ΤΑΥΠΕΔ, και (6) στην προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδύσεων
Η Ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να έχει υψηλούς ρυθμούς αναπτύξεως στο άμεσο μέλλον, και μάλιστα θα παει πολύ καλυτέρα από τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των πέντε οίκων αξιολόγησης (S&P, Moody’s, Fitch, DBRS, και Scope Rating) και τις αξιολογήσεις των εννέα μεγαλύτερων διεθνών Τραπεζών.
Η επιτυχία της Ελληνικής οικονομίας είναι συνάρτηση της αποτελεσματικής λειτουργίας μιας μικτής οικονομίας, όπου το Κράτος προσδιορίζει (1)το μέγεθος των δαπανών, (2)την φορολογική πολιτική, (3) την ικανοποιητική διαχείριση του Δείκτη Κοινωνικής Συνοχής, (4) την χρηματοδότηση της παιδείας, της υγείας, και της κλιματικής αλλαγής και (5) την χρηματοδότηση των αναγκαίων αμυντικών δαπανών. Βέβαια, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει ακόμα ένα φορολογικό καθεστώς όπου το 25% του ΑΕΠ αντιστοιχεί στην φοροδιαφυγή η φοροαποφυγή. Δηλαδή, μέχρι σήμερα οκτώ στους δέκα Έλληνες νομίμως δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος. Κατά συνέπεια η χρηματοδότηση των παραπάνω αναγκών υποχρεωτικά προέρχεται από εμμέσους φόρους, τον ΦΠΑ και τον Ειδικό φόρο κατανάλωσης στο πετρέλαιο και στη βενζίνη. Αποτέλεσμα της φοροδιαφυγής είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση διαχρονικά, είναι διπλάσια του φόρου εισοδήματος που δηλώνουν οι Έλληνες πολίτες.
Διαπιστώσεις
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι ο Ρώσο – Ουκρανικός πόλεμος δεν έχει επηρεάσει ουσιαστικά την πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα, και ότι η σημαντικότερη αρνητική επίπτωση του πολέμου, είναι η εκτίναξη του πληθωρισμού σε διψήφιο αριθμό, που όμως ήδη σημειώνει σημαντική επιβράδυνση.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ό,τι η εκχώρηση από την Ελλάδα ναυτικών και αεροπορικών διευκολύνσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες (Σούδα Κρήτης, Λάρισα, και Αλεξανδρούπολη), μαζί με την συμμέτοχη της Ελλάδος στην αποστολή συμμαχικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, εμπέδωσε την στρατηγική σχέση της Ελλάδος με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η τρίτη διαπίστωση είναι ό,τι η έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων του Ισραήλ στην Παλαιστινιακή Γάζα, δεν έχουν επηρεάσει αρνητικά τις διμερείς σχέσεις της Ελλάδος με το Ισραήλ. Το σημαντικότερο όμως είναι ο,τι ενώ οι πολίτικες και διπλωματικές σχέσεις των δυο Χωρών παραμένουν ιδιαίτερα θετικές, και η στρατιωτική, πληροφορική και οικονομική συνεργασία διαρκώς διευρύνεται, οι πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδος με τις Παλαιστινιακές Αρχές παραμένουν αρραγείς. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα, δια μέσου της Κύπρου, αποτελεί τον στρατηγικό διάδρομο για τον οικονομικό, ενεργειακό και αμυντικό τομέα του Ισραήλ. Προφανώς, η ύπαρξη στενών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Ισραήλ, δημιουργεί μια ισχυρά περιφερειακή «συμμαχία», που θωρακίζει την συνάντηση των γεωπολιτικών συμφερόντων των δυο Χωρών.
Η τέταρτη διαπίστωση είναι ότι οι διαθρωτικές αλλαγές πρέπει να επεκταθούν εις βάθος, έτσι ώστε να διατηρηθεί η θετική προοπτική της Ελληνικής Οικονομίας. Η κατάργηση ενός μεγάλου αριθμού εκ των χιλιάδων αχρείαστων Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου, σε συνδυασμό με σημαντική μείωση του αριθμού των Δημοσίων υπαλλήλων, θα περιορίσει καταλυτικά την πολιτική συναλλαγή, την διαφθορά και την κατασπατάληση του Δημοσίου χρήματος.
Τέλος, η πέμπτη διαπίστωση είναι ότι η θετική αναπτυξιακή προοπτική της Ελληνικής οικονομίας, μεσοπρόθεσμα, θα στηριχθεί στους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, στην εμβάθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών, στην μείωση του πληθωρισμού, στην αύξηση της δυναμικής τουριστικής βιομηχανίας, στην ταχύτερη αύξηση των εξαγωγών, στην πολιτική σταθερότητα και στην αποτελεσματική διαχείριση των Ελληνο – Τουρκικών σχέσεων.