Την περασμένη εβδομάδα οι διεθνείς τιμές πετρελαίου έφτασαν στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων επτά ετών, πλησιάζοντας τα 97 δολάρια το βαρέλι, ενώ παράλληλα υπάρχουν φόβοι ότι οι τιμές μπορεί να εκτιναχθούν στα 120 δολάρια το βαρέλι.
Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να είναι κακό για το μέλλον της Ευρώπης και καταστροφικό για μια υπερχρεωμένη οικονομία όπως η δικιά μας. Από την άλλη βέβαια, πρόκειται για ένα κλασικό φαινόμενο στο οποίο υπάρχει ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και παραγωγής σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Φαινόμενο για το οποίο, οι σύγχρονες οικονομίες έχουν σε ένα βαθμό την εμπειρία να λειτουργούν όπως ένας ζωντανός οργανισμός, έχοντας αναπτύξει κατά μια έννοια «έμφυτες αντιδράσεις» και «εξαρτημένα αντανακλαστικά».
Ωστόσο, στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για μια περίοδο αποσταθεροποίησης που ξεκίνησε με την πανδημική κρίση και την αρχική διαχείριση της από την Κίνα, μια χώρα ολοκληρωτικής φιλοσοφίας και καταλήγει στην εφοδιαστική αλυσίδα όπου και πάλι η Κίνα πρωταγωνιστεί, ως ο σημαντικότερος προμηθευτής βιομηχανικών προϊόντων στον κόσμο.
Παράλληλα, επειδή, ως γνωστόν, οι αλυσίδες εφοδιασμού χρειάζονται ενέργεια για να λειτουργήσουν, τα μεταφορικά κόστη αυξήθηκαν, εξαιτίας της πανδημίας, αλλά και της κερδοσκοπικής διαχείρισης των κρατών του ΟΠΕΚ. Και όπως φαίνεται, εξακολουθούν να έχουν αυξητικές τάσεις, τόσο λόγω της ενεργειακής συμμαχίας μεταξύ των εθνικών ενεργειακών κολοσσών Ρωσίας και Κίνας, όσο και της συγκέντρωσης περισσοτέρων από 100.000 Ρώσων στρατιωτών κοντά στα ουκρανικά σύνορα, διατηρώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας.
Σε αυτή λοιπόν την πραγματικότητα, που σε μεγάλο βαθμό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα παιχνίδι προώθησης συμφερόντων και τεχνικών ολοκληρωτικής αντίληψης, η Δύση έρχεται αντιμέτωπη με πληθωριστικές πιέσεις που δεν φαίνεται να υποχωρούν στο εγγύς μέλλον.
Οι αντιδράσεις της Δύσης ωστόσο, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό και τις όποιες εξελίξεις. Οι ΗΠΑ, όπως όλα δείχνουν, θα αποφύγουν λάθη του παρελθόντος, με τις απρόσμενα μεγάλες και απότομες αυξήσεις των επιτοκίων. Και αυτό, γιατί, εκτός απρόοπτου, μέσα στον Μάρτιο, υπολογίζεται ότι, οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν σε μια πρώτη αύξηση των επιτοκίων, αλλά μόλις κατά 0,50 %. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η Ευρώπη, όπου θα αυξήσει τα επιτόκια στο 0,25%. Με επιτόκια όμως που κινούνται σε μηδενικά επίπεδα και με αντισυμβατικά «όπλα», όπως η QE, ο πληθωρισμός δεν πρόκειται να υποχωρήσει ουσιαστικά. Η «παγίδα ρευστότητας» θα γίνει γρήγορα ορατή και οι πλασματικές αξίες θα καταρρεύσουν με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομία.
Πολύ περισσότερο στην χώρα μας, η πραγματικότητα που δημιουργείται εξαιτίας αυτού του – εισαγόμενου – πληθωρισμού κόστους, απαιτεί ιδιαίτερους χειρισμούς και σύνεση. Και αυτό γιατί, όσο ανεβαίνει ο πληθωρισμός και ανεβαίνουν τα επιτόκια, τόσο αυξάνεται κατ’ ουσίαν και το κόστος δανεισμού και εμείς επανερχόμαστε σε μια κατάσταση στην οποία είναι ξανά προς συζήτηση η φερεγγυότητα μας ως οφειλέτης.
Αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης και με την απόδοση των ελληνικών δεκαετών ομόλογων να αγγίζουν πλέον το 2,63%, θα είναι οι επενδυτές να μην θέλουν να κρατήσουν στα χαρτοφυλάκια τους ομόλογα με υψηλό χρέος. Επίσης, το σενάριο που θα βοηθούσε στην μεταστροφή του δυσχερούς κλίματος, στο οποίο η ΕΚΤ θα πρόσφερε κάποιο είδος εγγύησης, δεν φαίνεται να είναι πιθανό.
Μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, ότι στην νέα πραγματικότητα που αρχίζει να σχηματίζεται μπροστά μας, η καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι επιβεβλημένη. Ο στόχος πρέπει να είναι ξεκάθαρος και δεν είναι άλλος, από μια συμπόρευση με έναν παροδικό, μεσοπρόθεσμο και χαμηλό πληθωρισμό.
Κάτι τέτοιο ωστόσο, επιτυγχάνεται με ιδιαίτερα αυξημένη προσοχή και λελογισμένες κινήσεις. Μόνο δηλαδή, μέσω της μείωσης της διαθέσιμης ρευστότητας και την ενίσχυση του ανταγωνισμού θα μπορούσε να χτυπηθεί ουσιαστικά ο πληθωρισμός. Ίσως βέβαια και λόγω της πανδημίας η μείωση της διαθέσιμης ρευστότητας να είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί, γεγονός που αποτελεί πλέον μονόδρομο, η ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Σε διαφορετική περίπτωση, κάποιες άλλες επιλογές, πιθανόν να υπονομεύσουν την πραγματική λύση και θα οδηγήσουν σε «παγίδα ρευστότητας» ή σε στασιμοπληθωρισμό, με το κόστος του χρήματος να αυξάνεται ταχύτερα και υψηλότερα από τον ρυθμό ανάπτυξης. Αποτέλεσμα αυτής της ανορθόδοξης πολιτικής θα είναι να οδηγηθούμε σε αδιέξοδο, γεγονός που θα ήταν μετά βεβαιότητας, καταστροφικό.
Επιπλέον – αν και δεν χωράει αμφισβήτηση πως είναι μέσα στους θεμιτούς ρόλους του κράτους, είναι η παρέμβαση του σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών και έκτακτων καταστάσεων, όπως η πανδημική κρίση προς στήριξη και ενίσχυση της κοινωνίας. Αυτές οι πρωτοβουλίες ωστόσο, μεταφράζονται σε αυξημένες κρατικές δαπάνες για την ενίσχυση της οικονομίας και του συστήματος υγείας. Συνεπώς, οποιεσδήποτε περαιτέρω δαπάνες που μαρτυρούν κρατική ασυδοσία, ειδικότερα στην φάση που διανύουμε, θα ήταν επίσης συνταγή καταστροφής.
Πρακτικά δηλαδή, ούτε ο Μπαίντεν, ούτε οι νεοεκλεγμένοι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες μπορούν να ακολουθήσουν ψηφοθηρικά μια δήθεν φιλολαϊκή πολιτική, ξοδεύοντας συνεχώς εκατομμύρια, παριστάνοντας με αυτό τον τρόπο τους αλτρουιστές. Ούτε τα 32 δις ευρώ που αντιστοιχούν στην Ελλάδα, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για να ανοίξουν την όρεξη στους κρατιστές και να επιστρέψουμε τη χώρα στην δεκαετία του 1980.
Η πραγματική υπεράσπιση των συμφερόντων μας δεν μπορεί και δεν είναι αναλγησία. Ούτε βέβαια η ανιδιοτέλεια και ο αλτρουϊσμός είναι παντού και πάντοτε ατράνταχτες ηθικές αξίες, που δηλώνουν αυτομάτως προοδευτική και φιλολαϊκή πολιτική. Είναι κάποιες φορές, απλά και μόνο εύπεπτες, λαϊκίστικες λύσεις που οδηγούν μετά βεβαιότητας σε αδιέξοδο.
Σωρευτικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η Δύση, φαίνεται πως δεν είναι τελικά, ούτε οι κυβερνήσεις ολοκληρωτικής και απολυταρχικής αντίληψης, ούτε ο πληθωρισμός. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Δύση εντοπίζεται στην έλλειψη ηγετών που θα τολμήσουν και θα πάρουν δύσκολες αποφάσεις για να προστατέψουν τα συμφέροντα μας.
Οι προβλέψεις παραμένουν δυσοίωνες, με προδιαγεγραμμένη πορεία προς το γκρεμό, αφού μέχρι τώρα οι κινήσεις και οι λύσεις που επιλέγονται είναι κοντόφθαλμες, άχρωμες και επαναφέρουν τον κρατισμό. Η νέα εποχή που θα προκύψει, διαμηνύεται δύσκολη μιας και αν δεν αλλάξουμε πορεία, όλα βαίνουν «επί τα χείρω».