Την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκαν οι γερμανικές εκλογές που σηματοδότησαν το τέλος της εποχής Μέρκελ, της μακροβιότερης καγκελαρίου μετά τον Χέλμουτ Κολ. Δεν ξέρω πόσο θα λείψει και για να είμαι ειλικρινής δυσκολεύομαι να κατανοήσω τι ακριβώς αφήνει πίσω της.
Από την μια επικρίνεται πως επέβαλε με την στάση και τις αποφάσεις της, στην Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθεστώς γεωστρατηγικής παραλυσίας. Γεγονός που αντικατοπτρίζεται απόλυτα στο μνημειώδες άδειασμα της Ευρώπης από την πρόσφατη τριμερή συμφωνία ασφαλείας AUKUS (ακρωνύμιο των λέξεων Australia, United Kingdom, United States). Από την άλλη στα χρόνια της διακυβέρνησής της, η Γερμανία ισχυροποίησε την οικονομική της κυριαρχία και τον ρόλο της ως παγκόσμιος ρυθμιστής και ταυτόχρονα η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρόλα τα εμπόδια, θωράκισε την ενότητα της.
Η γερμανική οικονομία, τα χρόνια της θητείας της Μέρκελ, έχει να επιδείξει σταθερότητα και αναπτυξιακή πορεία. Ειδικά, την τελευταία δεκαετία, ο μέσος όρος του ρυθμού ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας κινήθηκε κοντά στο 2,0 % και την ίδια περίοδο η Ευρώπη παρά τις πολώσεις, ξεπερνούσε σχεδόν αλώβητη την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, την κρίση της ευρωζώνης, τη μεταναστευτική κρίση, το Brexit, τον τραμπισμό και την πανδημία της COVID-19.
Η καγκελάριος Μέρκελ αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει αυτή την «διαρκή κρίση», από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 μέχρι και την πανδημία. Δεν θα μπορούσα να πω ότι ο τρόπος διαχείρισής της ή ακόμη και οι ομιλίες της θα μείνουν στην Ιστορία ως εμπνευσμένες ή ξεχωριστές, ούτε ότι μου θύμιζε σε κάτι την Βαρώνη Θάτσερ ή προηγούμενους καγκελάριους όπως ο Κόνραντ Άντεναουερ ή τον Βίλλυ Μπράντ, μια εμβληματική μορφή του σοσιαλδημοκρατικού χώρου.
Η παρουσία της, τις περισσότερες φορές ήταν άοσμη και άχρωμη, αλλά την ίδια στιγμή ήταν ρεαλίστρια, αξιόπιστη και η επιτομή της σταθερότητας. Σε περιόδους κρίσεων και μεγάλων πολώσεων με την στάση της κατόρθωσε με επιμονή και υπομονή να κρατήσει ζωντανό το ευρωπαϊκό όνειρο και το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών.
Μπορεί στην Ελλάδα, η αριστερόστροφη ματιά να την έχει ταυτίσει με τα μνημόνια και την κρίση, ωστόσο η πραγματικότητα είναι πως και με δική της πρωτοβουλία, η Ελλάδα παρέμεινε στο ευρώ, υψώνοντας ανάχωμα σε όσα προωθούσε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για προσωρινή έξοδο της χώρας μας από την ευρωζώνη. Είναι χαρακτηριστική η δήλωσή της στις 19 Μαΐου του 2010, όταν είχε πει «Αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη», ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την απόφασή της για τη στήριξη της οικονομίας της Ελλάδας.
Με τέτοιου είδους αποφάσεις και θέσεις, έχτισε το προφίλ της ισχυρής και ικανής διαχειρίστριας που κατόρθωσε να κρατήσει ζωντανή την Γερμανία και την Ευρώπη μέσα από συμπληγάδες κρίσεων. Ξεκίνησε ως «κοριτσάκι» μέσα στον ανδροκρατούμενο στίβο της πολιτικής και έφθασε να είναι η «μητερούλα» του γερμανικού έθνους και κυρίαρχος της Ευρώπης.
Χωρίς, παρορμητισμούς, θόρυβο και συγκρούσεις που μπορεί να έφερναν αντίθετα αποτελέσματα, σαν καλή «μητέρα», ζύγιζε πάντοτε τις αποφάσεις της με γνώμονα την σταθερότητα και την μακροημέρευση της πατρίδας της και ολόκληρης της Ευρώπης. Οι Γερμανοί άλλωστε της το αναγνωρίζουν, εκτινάσσοντάς ακόμη και τώρα την δημοφιλία της στα ύψη. Είναι μοναδική περίπτωση πολιτικού βέβαια, που όρισε μόνη της, την ώρα και την στιγμή της αποχώρησης της και όχι οι διάφορες καταστάσεις.
Ίσως, οι επικριτές της να υποστηρίζουν ότι ήταν «καλλιτέχνης της επιφυλακτικότητας» και να θυμούνται ιστορίες όπως τότε που ήταν εννέα ετών στο μάθημα της γυμναστικής και είχε σταθεί 45 λεπτά στην κορυφή ενός βατήρα για να σκεφτεί αν θα πηδήξει στην πισίνα. Ή την νύχτα της πτώσης του τείχους, όπου μαζί με το πλήθος πέρασε τα σύνορα και γιόρτασε πίνοντας την πρώτη της δυτικογερμανική μπύρα. Στη συνέχεια όμως, επέστρεψε σπίτι για να είναι ξεκούραστη για την επόμενη μέρα, επειδή είχε πρωινό ξύπνημα για να πάει στην δουλειά.
Μπορεί η ίδια να μην έχει δικά της παιδιά, από ότι φαίνεται όμως είχε μια σχεδόν μητρική προσέγγιση στην διαχείριση των καταστάσεων. Αξιόπιστη, σταθερή και επιφυλακτική, όποτε χρειαζόταν. Εξάλλου, είχε απαντήσει στους επικριτές της που την κατηγορούν πως ζυγίζει υπερβολικά τις αποφάσεις της. «Είμαι θαρραλέα την κατάλληλη στιγμή», είχε πει.
Η κληρονομιά της αφήνει ένα διαφορετικό πολιτικό τοπίο, μια οικονομική υπερδύναμη και μια Ευρώπη ενωμένη. Ίσως να ήταν πιο εύκολα τα πράγματα για τον διάδοχό της, εάν είχε επενδύσει περισσότερα στην εκπαίδευση, την πράσινη ανάπτυξη και στις αναδυόμενες τεχνολογίες. Η βασική της παρακαταθήκη ωστόσο, είναι μιας γυναίκας που δεν φαίνεται να γοητεύτηκε ιδιαίτερα από την εξουσία, αλλά κυβέρνησε μόνο για να προσφέρει στον λαό της.