Δεν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια. Αυτή είναι η απάντηση της κυβέρνησης στους εκατοντάδες αγρότες που έχουν βγει στους δρόμους. Στους αγρότες, όπου καθημερινά έχουν να αντιμετωπίσουν τόσα προβλήματα και ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά σε ένα ακόμη τεράστιο πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που ήρθε να προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα, εξαιτίας της πράσινης στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, η βίαιη μετάβαση στους μηδενικούς ρύπους που επέλεξε η ΕΕ, ναι μεν θα φέρει θετικά αποτελέσματα, από την άλλη όμως κοστίζουν.
Μπορώ να αντιληφθώ λοιπόν ότι η κάθε κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί θέματα που αφορούν εκτός από τους αγρότες και πολλούς ακόμη κλάδους. Επίσης, είναι απόλυτα κατανοητό ότι από τη στιγμή που δεν έχει κλείσει καν το 1ο τρίμηνο του έτους και χωρίς αποτελέσματα στα χέρια της, η κυβέρνηση καλά κάνει και δεν προχωράει σε υποσχέσεις.
Ακόμη και το γεγονός πως ολόκληρη η Ευρώπη δεν έχει απαλλαγεί εντελώς από το τέρας του πληθωρισμού, τις αγορές να μην είναι ανταγωνιστικές και την ίδια την Ελλάδα – η οποία κουβαλάει έτσι και αλλιώς παθογένειες δεκαετιών – να στέκεται με εσωστρέφεια απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, δικαιολογεί ακόμη περισσότερο την στάση της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή όμως όλο αυτό είναι και ένας σημαντικός λόγος προβληματισμού. Γιατί, αποδεικνύει στην πράξη πως όσο και να προσπαθεί η κυβέρνηση, δεν υπάρχει περίπτωση, όσο παραμένουν τα τέρατα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της ευρωπαϊκής προσέγγισης, να γίνουμε πραγματικά ανταγωνιστική.
Με άλλα λόγια, όσο υπερδανεισμένα κράτη, όπως η Ελλάδα έχουν να αντιμετωπίσουν αυξημένους πληθωρισμούς, αναπόφευκτα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της θα έχουν να αντιμετωπίσουν και ακόμη μεγαλύτερα επιτόκια. Συνεπώς, η επιδοματική πολιτική όπως έλεγε και ο αείμνηστος Αβέρωφ δεν είναι φιλολαϊκή πολιτική. Και πολύ περισσότερο με τέτοια δεδομένα. Είναι βραχυπρόθεσμες λύσεις αφού στο τέλος οι όποιες αυξήσεις και τα επιδόματα εξανεμίζονται.
Επιπλέον, η χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει και το μείζων πρόβλημα του δημογραφικού. Ουσιαστικά, και το δημογραφικό είναι ένα οικονομικό πρόβλημα που αφορά τη σχέση του ισοζυγίου γεννήσεων – θανάτων και του ισοζυγίου μεταναστευτικών εισροών – εκροών. Και δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι αν δεν το προσεγγίσουμε διαφορετικά. Εάν δεν δούμε επιτέλους πως όλο αυτό οφείλεται στην φοβική στάση μας απέναντι στην νέα πραγματικότητα. Στη αύξηση δηλαδή του προσδόκιμου ζωής και στη μείωση των ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ παραγωγικών πολιτών της χώρας σε σχέση με τους γηραιότερους.
Πληθωρισμός λοιπόν, δημογραφικό, υψηλό κόστος ενέργειας λόγω εξάρτησης από τις εισαγωγές, απέραντη γραφειοκρατία και με ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα σχεδόν παρατηρητή είναι μόνο κάποια από τα πολλά θέματα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση. Η κυβέρνηση που όσο αποτελεσματική και να είναι, τίποτα δεν θα αλλάξει σε βάθος χρόνου. Τίποτα δεν θα αλλάξει, γιατί ο κάθε ξένος επενδυτής λαμβάνει σοβαρά υπόψη του όλα τα παραπάνω.
Έτσι λοιπόν καταλήγουμε με κάποιες λίγες επενδύσεις σε τομείς υπηρεσιών, όπως τα ακίνητα και ο τουρισμός. Συνεπώς, δεδομένων και των δυνατοτήτων μας, εάν δεν εφαρμόσουμε μια πιο ελκυστική πολιτική για επενδύσεις σε τομείς όπως η γεωργία, φυσικό αέριο ή τα φάρμακα και ο καπνός, είναι δεδομένο πως θα καταλήγουμε με προσωρινές λύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι να προσανατολιστούμε σε μια πραγματικά βιώσιμη φιλολαϊκή πολιτική, με ισχυρές άμεσες ξένες επενδύσεις, με ανθρωποκεντρική προσέγγιση και μονεταριστικά εργαλεία, απαλλαγμένη ουσιαστικά από τον φοβικό μανδύα της δήθεν προοδευτικής πολιτικής, η κυβέρνηση μπορεί τουλάχιστον να υποσχεθεί πως θα προχωρήσει στις βέλτιστες λύσεις, εφόσον το επιτρέπουν τα δεδομένα.
.