Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε το πρωί στο Ελληνικό Επενδυτικό Συνέδριο, που συνδιοργάνωσαν η Morgan Stanley και το Χρηματιστήριο Αθηνών στο Λονδίνο.
Στη συζήτηση που είχε ο Πρωθυπουργός με τον Αντιπρόεδρο της Morgan Stanley Luigi Rizzo μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στις επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα και στην αποκατάσταση του ελληνικού χρηματιστηρίου. Παράλληλα, τόνισε, ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, με στόχο να ενδυναμώσει τον κύκλο της ανάπτυξης, το μέρισμα της οποίας θα μοιράζεται στην κοινωνία.
Ειδικότερα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας σημείωσε «Θυμάμαι όταν ήμουν πάλι εδώ πριν από ένα χρόνο, συζητούσαμε για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και επισήμανα κάποια σημαντικά ορόσημα που έπρεπε να επιτύχουμε για το 2023. Το πιο σημαντικό ήταν η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και να διασφαλίσουμε ότι θα διατηρήσουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και ότι θα παραμείνουμε προσηλωμένοι στη δημοσιονομική σταθερότητα. Είμαι ευτυχής που καταφέραμε να ανταποκριθούμε σε αυτές τις προκλήσεις.
Βέβαια, σημαντική προϋπόθεση για όλα αυτά ήταν η πολιτική νίκη μας στις διπλές εκλογές πριν από λίγους μήνες. Έχουμε ισχυρή εντολή για μεταρρυθμίσεις και σκοπεύουμε να προχωρήσουμε με μια επιθετική ατζέντα για να διασφαλίσουμε ότι η πρόοδος που έχουμε σημειώσει θα συνεχιστεί. Είμαι ευτυχής που βλέπω ότι το ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα ολοένα και αυξάνεται και ότι η Ελλάδα έχει καταφέρει να προσελκύσει σημαντικά ξένα κεφάλαια και σημαντικά ξένα επενδυτικά κεφάλαια ενδιαφέρονται να γίνουν μέρος της επιτυχίας μας.
Επιτρέψτε μου επίσης να χαιρετίσω την ανθεκτικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι παρούσες στη σημερινή συνάντηση, διότι θεωρώ ότι είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται μόνο για μια κυβερνητική επιτυχία, αλλά και για μια επιχειρηματική επιτυχία.
Με χαροποιεί το γεγονός ότι οι ελληνικές εταιρείες υιοθετούν επίσης το όραμά μας να επενδύσουν περισσότερο στη χώρα, να επενδύσουν περισσότερο στο ελληνικό ταλέντο και να επεκτείνουν την παρουσία τους στο εξωτερικό».
Ανέφερε ακόμη ότι «Η πρώτη πρόκληση είναι πώς θα διατηρήσουμε την ανάπτυξη που είναι σημαντικά υψηλότερη από την υπόλοιπη ευρωζώνη. Αν κοιτάξετε τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικές. Ωστόσο, δεν με απασχολούν μόνο οι μεγάλοι δείκτες όσον αφορά στην ανάπτυξη, αλλά και τα συστατικά αυτής της ανάπτυξης. Πρόκειται για ανάπτυξη φιλική προς τους επενδυτές ή για ανάπτυξη που επικεντρώνεται στην εγχώρια κατανάλωση; Είναι βιώσιμη ανάπτυξη; Είναι ανάπτυξη που αξιοποιεί τις σημερινές τεχνολογικές προκλήσεις και αντιλαμβάνεται την τεχνολογία ως ευκαιρία και όχι ως απειλή; Και είναι μια κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη, που εστιάζει σε θέματα ανισότητας και διασφαλίζει ότι θα επιτύχουμε πραγματική μισθολογική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η δημοσιονομική πειθαρχία βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών μας. Πρέπει να πετυχαίνουμε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ και θα το πετύχουμε, γιατί έχουμε ιστορικό υπέρβασης των στόχων μας. Και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε στο μέλλον. Φυσικά, υπάρχουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν να κάνουν με τη μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα, οι οποίες θα εφαρμοστούν από αυτή την κυβέρνηση, επειδή έχουμε ισχυρή εντολή να το κάνουμε. Και επειδή πάντα αναγνωρίζω ότι η μεγαλύτερη απειλή για μια κυβέρνηση στην αρχή της δεύτερης θητείας της είναι ο εφησυχασμός.
Θα έλεγε κανείς ότι μετά από μια ηχηρή πολιτική νίκη, θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα “διάλειμμα”. Αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος. Έχω καταστήσει επίσης πολύ σαφές στην ομάδα μου ότι δεν θα ανεχθώ καμία αλαζονεία ή καμία αντίληψη πολιτικής υπεροχής απλώς και μόνο επειδή η αντιπολίτευση βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. Η μεγαλύτερη αντιπολίτευση για εμάς είναι τα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητας.
Για εμένα, το πιο σημαντικό μήνυμα που θα ήθελα να σας μεταφέρω είναι η δέσμευσή μας να προωθήσουμε όλες τις δύσκολες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμοστούν, ακόμη και αν αυτές εκλαμβάνονται από ορισμένους ως πολιτικά επώδυνες. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα πολύ σαφές παράδειγμα: έχουμε μιλήσει πολύ στην Ελλάδα για τα προβλήματα της φοροδιαφυγής, ιδίως μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων. Έχουμε καταθέσει ένα νομοσχέδιο για τον περιορισμό αυτού του προβλήματος. Ακόμη και οι αυτοαπασχολούμενοι αναγνωρίζουν ότι πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Παρά την αντίσταση που μπορεί να αντιμετωπίζουμε, θα συνεχίσουμε και θα εφαρμόσουμε τη μεταρρύθμιση με σημειακές μόνο αλλαγές μετά τη δημόσια διαβούλευση. Αυτό θα αποφέρει στο ελληνικό κράτος μισό δισεκατομμύριο ευρώ επιπλέον έσοδα».