Στην Ελλάδα λειτουργούν αυτή τη στιγμή περισσότερες από 17.000 μονάδες που αξιοποιούν «πράσινες» μορφές ενέργειας και η αθροιστική εγκατεστημένη ισχύς τους υπερβαίνει τα 8.600 μεγαβάτ.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα υποστηρίζει έμπρακτα τις ΑΠΕ, υπερκαλύπτοντας τους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αλλά και για την ενεργειακή αποδοτικότητα που συχνά ξεπερνούν τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς, τοποθετώντας την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή της πράσινης μετάβασης στην ΕΕ.
Συγκεκριμένα, η στρατηγική για το 2030 προβλέπει 35% μερίδιο ΑΠΕ στην τελική ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας, αντί του ευρωπαϊκού στόχου για 32%, και 38% βελτίωση ενεργειακής απόδοσης, αντί του ευρωπαϊκού στόχου για 32,5%.
Η παραγωγή και ο αριθμός των μονάδων ΑΠΕ αυξήθηκε δραστικά τα τελευταία δυόμισι χρόνια, καθώς η Ελλάδα στράφηκε αποφασιστικά στην ανάπτυξη των εγχώριων ηλεκτροπαραγωγικών δυνατοτήτων ώστε να μειώσει το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα και να αυξήσει τον βαθμό της ενεργειακής της αυτάρκειας.
Είχε προηγηθεί μία τετραετία στασιμότητας, καθότι μεταξύ 2015 και 2018 προστέθηκαν στο δίκτυο μόνο 123 έργα, με αποτέλεσμα η ποσοστιαία αύξηση των ΑΠΕ να μην ξεπεράσει ούτε μία χρονιά το 0,4% -μολονότι κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010 είχε αναπτυχθεί σημαντική δυναμική και ο αριθμός των ΑΠΕ αυξανόταν σταθερά.
Στον αντίποδα, το 2019 αριθμός των ΑΠΕ αυξήθηκε κατά 2,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ ακολούθησε άνοδος της τάξης του 5,16% το 2020 και του 9,06% το 2021. Ενδεικτικό είναι ότι τα δύο τελευταία έτη ο κλάδος των ανανεώσιμων ενισχύθηκε με 2.143 έργα -αριθμός 17 και πλέον φορές μεγαλύτερος από αυτόν που καταγράφηκε την περίοδο 2015 έως 2018.
Η σωρευτική ισχύς των ΑΠΕ την τελευταία διετία ανήλθε κατά 2.107 μεγαβατώρες (αύξηση 33,5%), ενώ την τετραετία έως το 2018 μετά βίας είχαν προστεθεί περισσότερα από 805 μεγαβάτ. Η τάση άνθισης των ΑΠΕ συνεχίζεται το 2022, καθώς ήδη έχουν τεθεί σε λειτουργία 381 έργα.