Σύµφωνα µε τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, µε αφορµή και την Παγκόσµια Ηµέρα Μπύρας στις 4 Αυγούστου, το 2022, οι χώρες της ΕΕ παρήγαγαν σχεδόν 34,3 δισεκατομμύρια (δις) λίτρα μπύρας, που περιείχε αλκοόλ και 1,6 δισεκατομμύρια λίτρα μπύρας που περιείχε λιγότερο από 0,5% αλκοόλ ή δεν είχε καθόλου αλκοόλη.
Σε σύγκριση με το 2021, η παραγωγή μπύρας με αλκοόλ στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 7%, επιστρέφοντας σε επίπεδα πιο κοντά στο προ πανδημίας έτος του 2019, όταν η παραγωγή ήταν στα 34,7 δισ. λίτρα. Όσον αφορά την μπύρα χωρίς αλκοόλ, δεν υπήρξε καμία αλλαγή σε σύγκριση με το 2021. Η συνολική παραγωγή μπύρας της ΕΕ (με και χωρίς αλκοόλ) το 2022 ισοδυναμούσε με σχεδόν 80 λίτρα ανά κάτοικο.
Η Γερμανία συνεχίζει να είναι ο κορυφαίος παραγωγός μπύρας
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία, το 2022 η Γερμανία συνέχισε να είναι ο κορυφαίος παραγωγός με 7,6 δισ. λίτρα (πάνω από το 22% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ). Αυτό σημαίνει ότι περίπου μία στις τέσσερις μπύρες που περιέχουν αλκοόλ που παράγονται στην ΕΕ προέρχονται από τη Γερμανία.
Την Γερμανία, ακολουθούν η Ισπανία με 3,9 δισ. λίτρα παραγωγής (πάνω από το 11% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ), η Πολωνία με 3,7 δισ. λίτρα (11%), η Ολλανδία με 2,6 δισ. λίτρα (σχεδόν 8%) και η Γαλλία και η Ιταλία, αμφότερες με 2,0 δισεκατομμύρια λίτρα (6%).
Η Ελλάδα 8η µεγαλύτερη παραγωγός µπύρας στην Ε.Ε.
Το 2022 στην Ελλάδα, η παραγωγή µπύρας έφθασε τα 565,34 εκατ. λίτρα από 400,22 εκατ. λίτρα το 2021, καταγράφοντας αύξηση περίπου 41%. Με αυτή την επίδοση η Ελλάδα καθίσταται 8η µεγαλύτερη παραγωγός µπύρας στην Ε.Ε. µεταξύ 18 κρατών-µελών, σύμφωνα με την Eurostat.
Εκτός από την Αθηναϊκή Ζυθοποιία και την Ολυµπιακή Ζυθοποιία, θυγατρικές των πολυεθνικών οµίλων Heineken και Carlsberg αντιστοίχως, και ελληνικών συµφερόντων εταιρειών Ζυθοποιία Μακεδονίας – Θράκης (Βεργίνα) και η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (ΕΖΑ), τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιούνται πάνω από 70 μικροζυθοποιίες, σχεδόν σε κάθε νοµό της χώρας. Ειδικότερα, 7 στην Αττική, 10 στη Πελοπόννησο, 10 στην Ήπειρο, Θεσσαλία & Κεντρ. Ελλάδα, 3 στο Ιόνιο, 12 στην Κρήτη, 18 στα νησιά του Αιγαίου και 9 στην Μακεδονία – Θράκη.
Κορυφαίος εξαγωγέας & εισαγωγέας: Ολλανδία & Γαλλία, αντίστοιχα
Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, τα εμπορικά στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ολλανδία συνέχισε να ηγείται ως ο κορυφαίος εξαγωγέας μπύρας που περιέχει αλκοόλ το 2022. Οι Κάτω Χώρες εξήγαγαν συνολικά (εντός και εκτός ΕΕ) 2,6 δισεκατομμύρια λίτρα μπύρας που περιέχει αλκοόλ το 2022, λογιστικά για το 27% των συνολικών εξαγωγών μπύρας στην ΕΕ. Σε σύγκριση με το 2021, αυτή η χώρα σημείωσε αύξηση 0,7 δισ. λίτρων στις εξαγωγές μπύρας.
Την Ολλανδία ακολούθησαν το Βέλγιο (1,6 δισ. λίτρα, 17%), η Γερμανία (1,5 δισ. λίτρα, 16%), η Τσεχία (0,6 δισ. λίτρα, 6%) και η Ιρλανδία (0,4 δισ. λίτρα, 5%).
Για τις εισαγωγές, επίσης, δεν υπήρξε καμία αλλαγή σε σύγκριση με το 2021, καθώς η Γαλλία συνέχισε να είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας μπύρας που περιέχει αλκοόλ το 2022, με 0,9 δισ. λίτρα, που αντιπροσωπεύουν το 17% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ (εντός και εκτός ΕΕ). Οι άλλοι μεγάλοι εισαγωγείς ήταν η Ιταλία με περισσότερα από 0,7 δισ. λίτρα (14%), η Γερμανία με λιγότερο από 0,7 δισ. λίτρα (12%), η Ολλανδία με 0,6 δισ. λίτρα (11%) και η Ισπανία με 0,5 δισ. λίτρα (10%).
Μεγαλύτερος εξαγωγικός προορισμός εκτός ΕΕ: Ηνωμένο Βασίλειο
Όσον αφορά τους κύριους προορισμούς για εξαγωγές μπύρας σε χώρες εκτός ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο (860 εκατομμύρια λίτρα, 21% των συνολικών εξαγωγών μπύρας εκτός ΕΕ) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (716 εκατομμύρια λίτρα, 18%) ήταν οι κύριοι εταίροι. Ακολουθούν η Κίνα (349 εκατομμύρια λίτρα, 9%), η Ρωσία (271 εκατομμύρια λίτρα, 7%) και ο Καναδάς (155 εκατομμύρια λίτρα, 4%).
Οι εισαγωγές μπύρας που περιέχουν αλκοόλ από χώρες εκτός ΕΕ είναι οριακές σε σύγκριση με τις εισαγωγές εντός της ΕΕ. Κατά τις εισαγωγές από χώρες εκτός ΕΕ, οι χώρες της ΕΕ προτίμησαν τη βρετανική μπύρα (290 εκατομμύρια λίτρα, 57% όλων των εισαγωγών μπύρας εκτός ΕΕ το 2022 και τη μεξικάνικη μπύρα (99 εκατομμύρια λίτρα, 19% αντίστοιχα). Σερβία (40 εκατομμύρια λίτρα, 8 %), η Ουκρανία (15 εκατομμύρια, 3%) και η Κίνα (11 εκατομμύρια, 2%) ακολούθησαν στη λίστα των κορυφαίων εταίρων εισαγωγής, αλλά με πολύ μικρότερες αξίες.