Μειωμένη κατά 40% καταγράφεται η τιμή παραγωγού στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο το τελευταίο διάστημα, στην Ελλάδα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ).
Η τιμή του ελαιολάδου για τον παραγωγό, είχε φτάσει σε ιστορικά υψηλά μέχρι και 9,5 ευρώ το κιλό, λόγω της μικρής συγκομιδής της περασμένης χρονιάς αλλά και εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα η τιμή στο ράφι των σούπερ μάρκετ να έχει «εκτοξευθεί» πάνω από 15 ευρώ το κιλό πέρυσι, οδηγώντας πολλούς καταναλωτές να στραφούν σε άλλα λάδια για την κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς η υψηλή τιμή ανάγκασε σχεδόν 4 στους δέκα καταναλωτές να επιλέξουν άλλα έλαια.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, Μανώλης Γιαννούλης ανέφερε: «Αυτό το διάστημα έχουμε μια σημαντική διόρθωση προς τα κάτω στη τιμή παραγωγού, από τα 9,5 ευρώ που είχε φτάσει το περασμένο διάστημα. Στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο βρισκόμαστε στην περιοχή των 5 ευρώ» είπε
Και πρόσθεσε «στο ράφι βλέπουμε μια μικρή μείωση από το καλοκαίρι» κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο οφείλεται στην αυξημένη παραγωγή τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της λεκάνης της Μεσογείου. Γενικότερα η μεγάλη εικόνα είναι ότι έχουμε μια παραγωγή αυξημένη έως και 50% σε σχέση με πέρυσι σε παγκόσμιο επίπεδο…».
Το 2023 η Ελλάδα είδε την παραγωγή της να μειώνεται στους 120-130 χιλιάδες τόνους. Αυτό βέβαια δεν ήταν «ελληνικό φαινόμενο» μιας και παρατηρήθηκε και σε άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες, όπως η Ισπανία, η οποία είχε συγκομιδή 850 χιλιάδων τόνων και σύμφωνα με εκτιμήσεις η φετινή ελληνική παραγωγή ελαιολάδου θα ανέλθει στους 250 χιλιάδες τόνους.
Σχεδόν διπλάσια θα είναι και η ισπανική παραγωγή, η οποία προβλέπεται να ανέλθει στους 1,5 εκατομμύρια τόνους ελαιολάδου, ενώ στη Πορτογαλία η οποία πέρυσι συγκόμισε 100 χιλιάδες τόνους, φέτος αναμένει παραγωγή 180 χιλιάδων τόνων. Αντίθετα η Ιταλία προβλέπεται στους 230 χιλιάδες τόνους εφέτος, όσους και πέρυσι. Έτσι, σύμφωνα με αυτές τις εκτιμήσεις, η χώρα μας προβλέπεται να είναι η δεύτερη χώρα ως προς τον όγκο παραγωγής, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.