Η Deutsche Bank καταγράφει μια αισιόδοξη εικόνα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας την επόμενη διετία, προβλέποντας ρυθμό ανάπτυξης 2,1% το 2025 και 1,7% το 2026. Οι επιδόσεις αυτές τοποθετούν την Ελλάδα πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ωστόσο η τράπεζα τονίζει πως σημαντικές αδυναμίες παραμένουν, ιδιαίτερα στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το ελληνικό ΑΕΠ θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με θετικούς ρυθμούς, στηριζόμενο στην κατανάλωση, στις επενδύσεις και σε χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης. Παράλληλα, το δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να παραμείνει σχεδόν ισοσκελισμένο αλλά ελαφρώς αρνητικό: στο -0,7% για το 2024 και το 2025 και στο -0,8% το 2026.
Η εικόνα αυτή δείχνει ότι, παρά τις προκλήσεις, η ελληνική οικονομία έχει αποκτήσει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, παρουσιάζοντας σταθερούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Αποκλιμάκωση πληθωρισμού
Στο μέτωπο των τιμών, η Deutsche Bank προβλέπει υποχώρηση του πληθωρισμού από 3% το 2024 σε 2% το 2025, παραμένοντας κοντά στον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Για το 2026, η εκτίμηση τοποθετεί τον δείκτη στο 2,1%. Η τράπεζα υπογραμμίζει ότι η μεγάλη αποκλιμάκωση από τα υψηλά επίπεδα των ετών 2022-2023 έχει ήδη ολοκληρωθεί, με τον δείκτη τιμών να κινείται πλέον σε πιο σταθερό πλαίσιο γύρω από το 2%.
Ωστόσο, δεν αποκλείεται το 2026 να καταγραφεί μια προσωρινή υποχώρηση κάτω από τον στόχο, πριν επανέλθει η σταθερότητα στα επίπεδα του 2% το 2027.
Το αγκάθι του ισοζυγίου
Η μεγαλύτερη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας εντοπίζεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η Deutsche Bank προβλέπει ότι θα παραμείνει έντονα ελλειμματικό, στο 5% του ΑΕΠ το 2025 και στο 4,5% το 2026. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές και την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών.
Η συγκεκριμένη ανισορροπία θεωρείται κρίσιμη, καθώς σε συνδυασμό με τις διεθνείς πιέσεις μπορεί να περιορίσει τη βιωσιμότητα της αναπτυξιακής πορείας.
Προκλήσεις στην Ευρωζώνη
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Deutsche Bank θέτει τρία καίρια ερωτήματα:
- Εάν θα συνεχιστεί η ανθεκτικότητα της ανάπτυξης,
- Πόσο βαθιά θα είναι η προσωρινή πτώση του πληθωρισμού κάτω από τον στόχο,
- Και ποια στάση θα κρατήσει η ΕΚΤ ως προς τα επιτόκια.
Η τράπεζα αναγνωρίζει ότι η Ευρωζώνη διατηρεί στοιχεία σταθερότητας, κυρίως λόγω της ισχυρής αγοράς εργασίας και της δημοσιονομικής στήριξης. Ωστόσο, εξωτερικές πιέσεις –όπως οι δασμοί, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και οι ανισορροπίες σε μεγάλες οικονομίες– δημιουργούν κινδύνους για τη μελλοντική δυναμική.
Πολιτική επιτοκίων
Όσον αφορά την ΕΚΤ, η Deutsche Bank εκτιμά ότι το τερματικό επιτόκιο έχει ήδη φτάσει στο 2%. Βραχυπρόθεσμα, δεν αποκλείει νέα χαλάρωση, εφόσον οι πληθωριστικές προσδοκίες κινηθούν χαμηλότερα. Μακροπρόθεσμα όμως, από το τέλος του 2026, «βλέπει» εκ νέου ανοδικές πιέσεις στις τιμές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες αυξήσεις επιτοκίων.
Η εικόνα που σκιαγραφεί η Deutsche Bank για την Ελλάδα είναι διττή: από τη μία πλευρά, η ανάπτυξη και η σταθεροποίηση του πληθωρισμού συντηρούν θετική προοπτική· από την άλλη, το ισοζύγιο συναλλαγών εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή αδυναμία. Σε κάθε περίπτωση, η χώρα φαίνεται να μπαίνει σε μια περίοδο πιο σταθερής μεγέθυνσης, με το βλέμμα στραμμένο τόσο στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις όσο και στις αποφάσεις της ΕΚΤ που θα καθορίσουν το οικονομικό περιβάλλον της επόμενης τριετίας.