Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άναψε το «πράσινο φως» στην προαιρετική δημόσια πρόταση της Euronext N.V. για την εξαγορά του συνόλου των μετοχών της ΕΧΑΕ, ανοίγοντας τον δρόμο για την επίσημη έναρξη της περιόδου αποδοχής εντός των επόμενων ημερών.
Η κίνηση της Euronext αποτελεί ένα κομβικό βήμα για τη μελλοντική πορεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Η αρχική πρόταση στα τέλη Ιουνίου αποτιμούσε τη μετοχή της ΕΧΑΕ στα 6,90 ευρώ, με αναλογία ανταλλαγής 21,029 μετοχών ΕΧΑΕ ανά μία νέα μετοχή Euronext. Ωστόσο, μετά από διαπραγματεύσεις, η Euronext επανήλθε με βελτιωμένη πρόταση: 20 μετοχές ΕΧΑΕ για 1 μετοχή Euronext, αποτιμώντας την ΕΧΑΕ στα 7,14 ευρώ ανά μετοχή. Αυτό αντιστοιχεί σε premium 19% έναντι της τιμής κλεισίματος της 30ής Ιουνίου και περίπου 27% σε σχέση με τον τριμηνιαίο μέσο όρο.
Για τους μετόχους, η πρόταση έχει διττό χαρακτήρα. Από τη μία πλευρά, εξασφαλίζει υπεραξία σε σχέση με τις πρόσφατες αποτιμήσεις της ΕΧΑΕ, ενώ τους προσφέρει πρόσβαση σε έναν μεγαλύτερο, διαφοροποιημένο όμιλο που διαχειρίζεται πάνω από 1.800 εισηγμένες εταιρείες με συνολική κεφαλαιοποίηση άνω των 6 τρισ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, η ανταλλαγή μετοχών τους εκθέτει στις διακυμάνσεις και στις στρατηγικές επιλογές μιας πολυεθνικής με παρουσία σε Παρίσι, Άμστερνταμ, Δουβλίνο, Μιλάνο και Λισαβόνα, κάτι που σημαίνει διαφορετική δυναμική ρίσκου σε σχέση με μια καθαρά εγχώρια συμμετοχή.
Σε επίπεδο αγοράς, η συμφωνία εκτιμάται ότι θα ενισχύσει τη διεθνή προβολή της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, διευρύνοντας την πρόσβαση σε επενδυτές που σήμερα δραστηριοποιούνται σε άλλες αγορές της Euronext. Οι υπολογιζόμενες συνέργειες ανέρχονται σε 12 εκατ. ευρώ ετησίως έως το 2028, με κόστος υλοποίησης περίπου 25 εκατ. ευρώ. Οι συνέργειες αυτές αφορούν κυρίως τη μετάβαση σε ενιαία τεχνολογική πλατφόρμα, τις υπηρεσίες εκκαθάρισης και το post-trading, που μπορούν να μειώσουν λειτουργικά κόστη και να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα.
Η δημόσια πρόταση της Euronext αντανακλά μια ευρύτερη στρατηγική ενοποίησης των ευρωπαϊκών αγορών
Ωστόσο, υπάρχουν και προκλήσεις. Η απώλεια πλήρους ανεξαρτησίας του Χ.Α. μπορεί να εγείρει ερωτήματα για τον ρόλο της ελληνικής αγοράς μέσα σε έναν πολυεθνικό όμιλο, ενώ η εξάρτηση από κεντρικά συστήματα διαχείρισης μπορεί να περιορίσει την ευελιξία σε τοπικές ανάγκες. Επιπλέον, η αποδοχή της πρότασης από τους μετόχους δεν είναι δεδομένη, καθώς ορισμένοι θεσμικοί επενδυτές ενδέχεται να επιδιώξουν βελτίωση των όρων ή να αξιολογήσουν εναλλακτικές προοπτικές.
Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια πρόταση της Euronext αντανακλά μια ευρύτερη στρατηγική ενοποίησης των ευρωπαϊκών αγορών κεφαλαίου. Για την ελληνική οικονομία, η ολοκλήρωση της συναλλαγής θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ισχυρό σήμα εμπιστοσύνης, ενισχύοντας την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού και αυξάνοντας τις πιθανότητες για νέες εισαγωγές στο Χ.Α.
Το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από το ποσοστό ανταπόκρισης των μετόχων στην περίοδο αποδοχής, η οποία αναμένεται να διαρκέσει έως και οκτώ εβδομάδες. Οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν αν το Χρηματιστήριο Αθηνών θα ενταχθεί οριστικά στον μεγαλύτερο χρηματιστηριακό όμιλο της Ευρώπης ή αν η πρόταση θα μείνει ανεκπλήρωτη.