Ανοιχτό άφησε το ενδεχόμενο για νέα μείωση των επιτοκίων τον Οκτώβριο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας σήμερα (30/9) στην Επιτροπή Oικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ εμφανίστηκε αισιόδοξη για την πορεία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και την επίτευξη του ποσοτικού στόχου που έχει τεθεί (2%) από την κεντρική τράπεζα, γεγονός που όπως ανέφερε, θα ληφθεί υπόψη στην απόφαση που θα λάβει η ΕΚΤ για τα επιτόκια της στις 17 Οκτωβρίου κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού της Συμβουλίου.
Ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% εγκαίρως
Ειδικότερα η Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε: “Όσον αφορά τις εξελίξεις των τιμών, ο αποπληθωρισμός επιταχύνεται τους τελευταίους δύο μήνες. Ο συνολικός πληθωρισμός μειώθηκε στο 2,2% τον Αύγουστο του 2024 και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω τον Σεπτέμβριο, κυρίως λόγω της πτώσης του ενεργειακού κόστους. Ο βασικός πληθωρισμός – εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων – υποχώρησε στο 2,8% τον Αύγουστο, λόγω της μείωσης του πληθωρισμού των αγαθών που αντιστάθμισε την αύξηση του πληθωρισμού των υπηρεσιών”.
Και πρόσθεσε: “ο πληθωρισμός ενδέχεται να αυξηθεί προσωρινά το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους καθώς οι προηγούμενες απότομες μειώσεις των τιμών της ενέργειας υποχωρούν από τους ετήσιους ρυθμούς, αλλά οι τελευταίες εξελίξεις ενισχύουν την πεποίθησή μας ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον στόχο εγκαίρως. Αυτό θα το λάβουμε υπόψη στην επόμενη συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική τον Οκτώβριο. Οι προβλέψεις της ΕΚΤ από τον Σεπτέμβριο προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο 2,5% το 2024, 2,2% το 2025 και 1,9% το 2026″.
Η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική
Για την αγορά εργασίας η επικεφαλής της ΕΚΤ επισήμανε ότι παραμένει ανθεκτική, με το ποσοστό ανεργίας να βρίσκεται στο 6,4% τον Ιούλιο – σε γενικές γραμμές αμετάβλητο το περασμένο έτος. Ταυτόχρονα, η αύξηση της απασχόλησης επιβραδύνθηκε σε μόλις 0,2% το δεύτερο τρίμηνο και οι πρόσφατοι δείκτες δείχνουν περαιτέρω επιβράδυνση τα επόμενα τρίμηνα. Σύμφωνα με το προσωπικό της ΕΚΤ, το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να παραμείνει γύρω από το τρέχον χαμηλό του επίπεδο.
Η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ
Όσον αφορα τη στάση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ Η η πρόεδρος σημείωσε “Έχουμε κάνει πολύ δρόμο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Τον Οκτώβριο του 2022 ο πληθωρισμός κορυφώθηκε στο 10,6%. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023, την τελευταία φορά που αυξήσαμε τα επιτόκια, είχαν μειωθεί περισσότερο από το μισό, στο 5,2%. Η πτώση του πληθωρισμού και η σταθεροποίηση των πιο μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό έδειξαν ότι η ισχυρή απάντησή μας είχε καρπούς. Στη συνέχεια, μετά από εννέα μήνες διατήρησης των επιτοκίων σταθερά, είδαμε τον πληθωρισμό να μειώνεται ξανά στο μισό στο 2,6% τον Ιούνιο, όταν αρχίσαμε να μειώνουμε τα επιτόκια.
Τα νέα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη μας στην έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο μας 2%. Ως εκ τούτου, μειώσαμε το επιτόκιο της διευκόλυνσης καταθέσεων, το οποίο είναι το επιτόκιο μέσω του οποίου κατευθύνουμε τη νομισματική πολιτική, κατά άλλες 25 μονάδες βάσης στο 3,5%. Είμαστε αποφασισμένοι να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% εγκαίρως.
Οι προοπτικές για την οικονομία της ζώνης του ευρώ
Στον αντίποδα η Κριστίν Λαγκάρντ εμφανίστηκε πιο συγκρατημένη αναφορικά με τις εξελίξεις στο μέτωπο της ανάπτυξης επισημαίνοντας ότι όπως προκύπτει από την εξέλιξη ορισμένων δεικτών η η ανάκαμψη αντιμετωπίζει προβλήματα.
Συγκεκριμένα ανέφερε: “Η οικονομική δραστηριότητα έχει ανακάμψει αργά από το τέλος της πανδημίας. Η επαναλειτουργία μετά την πανδημία επέτρεψε στην οικονομία της ζώνης του ευρώ να αναπτυχθεί κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2022, αλλά η οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε σε γενικές γραμμές στάσιμη στη συνέχεια. Αυτό οφειλόταν, μεταξύ άλλων παραγόντων, στο σοκ στις τιμές της ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και στην αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα, αλλά και στη σύσφιξη της νομισματικής μας πολιτικής.
Η ανάπτυξη επανήλθε στις αρχές του 2024. Η οικονομία της ζώνης του ευρώ αναπτύχθηκε κατά 0,2% το δεύτερο τρίμηνο, μετά από 0,3% το πρώτο τρίμηνο. Ωστόσο, η ανάπτυξη το δεύτερο τρίμηνο προήλθε κυρίως από τις εξαγωγές και την κρατική κατανάλωση. Η εγχώρια ζήτηση παρέμεινε αδύναμη καθώς τα νοικοκυριά κατανάλωναν λιγότερη κατανάλωση, οι εταιρείες μείωσαν τις επιχειρηματικές επενδύσεις και οι επενδύσεις σε στέγαση μειώθηκαν. Ο κλάδος των υπηρεσιών αντέχει, με σημάδια επιβράδυνσης, ενώ η δραστηριότητα στους κλάδους της μεταποίησης και των κατασκευών παραμένει υποτονική.
Κοιτάζοντας το μέλλον, το μειωμένο επίπεδο ορισμένων δεικτών έρευνας υποδηλώνει ότι η ανάκαμψη αντιμετωπίζει αντίθετους ανέμους. Αναμένουμε ότι η ανάκαμψη θα ενισχυθεί με την πάροδο του χρόνου, καθώς η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων θα επιτρέψει στα νοικοκυριά να καταναλώνουν περισσότερα. Οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ προβλέπουν ανάπτυξη της οικονομίας κατά 0,8% το 2024, 1,3% το 2025 και 1,5% το 2026″.