Σε νέα κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησε η Κίνα, ανακοινώνοντας την επιβολή επιπλέον δασμών ύψους 125% σε αμερικανικά προϊόντα, με ισχύ από την Παρασκευή 12 Απριλίου. Η απόφαση έρχεται λίγες ημέρες μετά την αμερικανική μείωση των δασμών για την κινεζική παραγωγή φεντανύλης, που είχε διαμορφώσει το συνολικό ποσοστό στο ίδιο επίπεδο.
Το Πεκίνο κατηγορεί την Ουάσινγκτον για «εμπορική τυραννία», κάνοντας λόγο για «αστείο παιχνίδι αριθμών» και καταγγέλλοντας «παραβίαση βασικών οικονομικών κανόνων και της κοινής λογικής».
Η κινεζική απάντηση έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δηλώνει αισιόδοξος για μια νέα εμπορική συμφωνία με την Κίνα. Ωστόσο, οι εξελίξεις καταδεικνύουν ότι οι διαπραγματεύσεις παραμένουν τεταμένες, με τις δύο πλευρές να εναλλάσσουν δασμούς και αντιδασμούς σε κρίσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Διεθνής διάσταση: Η Κίνα καλεί την ΕΕ κατά των ΗΠΑ
Παράλληλα με την εμπορική αντιπαράθεση, το Πεκίνο επιδιώκει τη δημιουργία διεθνών συμμαχιών. Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ απηύθυνε κάλεσμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ενώσει τις δυνάμεις της με την Κίνα για την αντιμετώπιση του «εκφοβισμού» από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η συγκυρία είναι χαρακτηριστική, καθώς ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ συναντήθηκε με τον Σι στο Πεκίνο, υπενθυμίζοντας ότι η επίσημη στρατηγική των Βρυξελλών από το 2019 χαρακτηρίζει την Κίνα ως «εταίρο, οικονομικό ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο».
Ο Σι, από την πλευρά του, δήλωσε πως οι σχέσεις Κίνας–Ισπανίας ενισχύουν το ευρύτερο ευρω-κινεζικό πλαίσιο συνεργασίας, όπως μετέδωσε το πρακτορείο Xinhua.
Αβεβαιότητα στις αγορές και γεωοικονομικός αντίκτυπος
Η απόφαση της Κίνας να ανεβάσει τους δασμούς στο 125% εκτιμάται ότι θα πλήξει καίρια τις αμερικανικές εξαγωγές, ειδικά στους τομείς της γεωργίας και της τεχνολογίας. Αναλυτές προειδοποιούν ότι το αδιέξοδο στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ–Κίνας δημιουργεί αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές και ενδέχεται να επηρεάσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες παγκοσμίως.
Το βλέμμα πλέον στρέφεται τόσο στις κινήσεις του Λευκού Οίκου όσο και στην ανταπόκριση των Βρυξελλών, που καλούνται να ισορροπήσουν μεταξύ των εμπορικών συμφερόντων και των γεωπολιτικών πιέσεων.