Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2026 σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο για την ελληνική οικονομία: αύξηση δαπανών, ενίσχυση επενδύσεων και διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, με βασικό στήριγμα τα υψηλά έσοδα από την έμμεση φορολογία. Το προσχέδιο που κατέθεσαν στη Βουλή ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης και ο υφυπουργός Θάνος Πετραλιάς δείχνει μια οικονομία που «τρέχει» με πλεονάσματα και αναπτυξιακή ορμή, αλλά και με έντονη εξάρτηση από τη φορολόγηση της κατανάλωσης.
Εκτόξευση δαπανών και επενδύσεων
Οι συνολικές δαπάνες του κράτους αυξάνονται κατά 5,074 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2025, με βασικό οδηγό το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Οι επενδυτικές δαπάνες του ΤΑΑ προβλέπεται να φτάσουν τα 7,192 δισ. ευρώ, από 4,9 δισ. φέτος, σημειώνοντας άνοδο 46,7%.
Μαζί με το ΕΣΠΑ και το εθνικό σκέλος, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα αγγίξει τα 16,7 δισ. ευρώ, το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Στις αυξημένες δαπάνες εντάσσονται επίσης τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ και οι παραλαβές αμυντικών συστημάτων.
Παρά το άλμα των κονδυλίων, η κυβέρνηση τηρεί τα όρια αύξησης των πρωτογενών δαπανών, όπως προβλέπουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. Η σωρευτική αύξηση δαπανών την τριετία 2024–2026 ανέρχεται σε περίπου 9,9%. Για το 2027 εκτιμάται περιορισμένο περιθώριο νέων δαπανών, ύψους 600–700 εκατ. ευρώ.
Υπεραπόδοση στα δημόσια έσοδα & πλεονάσματα-ρεκόρ
Το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2025 αναμένεται να εκτιναχθεί στο 3,6% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας την αρχική πρόβλεψη 2,4%. Για το 2026 προβλέπεται στο 2,8% του ΑΕΠ, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα είναι οριακά ελλειμματικό στο -0,1% του ΑΕΠ.
Η υπεραπόδοση οφείλεται κυρίως στη μεγαλύτερη κατανάλωση, στην αύξηση των αμοιβών και στην ισχυρή τουριστική δραστηριότητα, αλλά και στη διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που περιορίζουν τη φοροδιαφυγή.
Ανάπτυξη με επενδύσεις & ιδιωτική κατανάλωση
Η κυβέρνηση ανεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,4% για το 2026 (έναντι 2,2% φέτος), στηριζόμενη σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,7% και επενδύσεων κατά 10,2%.
Οι επενδύσεις προβλέπεται να φτάσουν το 16,8% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό από το 2010. Ο πληθωρισμός εκτιμάται στο 2,2% και η ανεργία αναμένεται να μειωθεί στο 8,6%, επιβεβαιώνοντας τη σταδιακή αποκλιμάκωση της αγοράς εργασίας. Το ονομαστικό ΑΕΠ προβλέπεται να ανέλθει στα 260,9 δισ. ευρώ.
Οι έμμεσοι φόροι παραμένουν «αιμοδότης» του κράτους
Πάνω από τα μισά κρατικά έσοδα εξακολουθούν να προέρχονται από έμμεσους φόρους. Από το 2020 έως το 2026, τα έσοδα από αυτή την πηγή αυξάνονται από 24,2 δισ. σε 40,8 δισ. ευρώ — άνοδος άνω του 68%.
Μόνο τα έσοδα από ΦΠΑ προβλέπεται να φτάσουν τα 29,129 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,6 δισ. ευρώ έναντι του 2025, ενώ οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης θα ανέλθουν στα 7,447 δισ. ευρώ. Η αύξηση αποδίδεται τόσο στην ακρίβεια, που διογκώνει την τιμή κάθε συναλλαγής, όσο και στην ισχυρή τουριστική κατανάλωση.
Η εξάρτηση αυτή, ωστόσο, αναδεικνύει τη διαρθρωτική αδυναμία του φορολογικού συστήματος, καθώς οι έμμεσοι φόροι επιβαρύνουν δυσανάλογα τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα.
Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων θα μειωθούν ελαφρά, στα 15,785 δισ. ευρώ, λόγω της νέας φορολογικής κλίμακας που συνεπάγεται απώλεια εσόδων 1,2 δισ. ευρώ.
Αντίθετα, τα έσοδα από επιχειρήσεις θα αυξηθούν σημαντικά, στα 8,659 δισ. ευρώ (+859 εκατ.), αντανακλώντας τα υψηλότερα κέρδη του 2025.
«Η Ελλάδα αφήνει πίσω της τις κρίσεις»
Όπως δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, «οι προβλέψεις του προσχεδίου αποτυπώνουν μια χώρα που αφήνει οριστικά πίσω της τις κρίσεις, επενδύει στις δυνατότητές της και προχωρά με σχέδιο, σταθερότητα και κοινωνική ευαισθησία».
Ο προϋπολογισμός του 2026 φαίνεται να ισορροπεί ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και την αναπτυξιακή πολιτική, με τίμημα όμως τη συνεχιζόμενη επιβάρυνση των πολιτών από τους έμμεσους φόρους — το τίμημα μιας σταθερής, αλλά άνισης ανάκαμψης.