Η S&P Global Ratings αναβάθμισε τις προοπτικές του ελληνικού αξιόχρεου από σταθερές σε θετικές, λίγους μήνες αφότου η εταιρεία επανέφερε τη χώρα στη ζώνη επενδυτικής βαθμίδας σε ΒΒΒ-, μια θέση που είχε χάσει το 2010.
Ο διεθνής οίκος αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αυξηθεί κατά 2,9% το 2024, μετά από το 2,0% πέρυσι, μεγαλύτερο κατά τρεις φορές από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Προβλέπει επίσης πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ με υψηλότερες επενδύσεις και ισχυρά έσοδα από τον τουρισμό.
“Μεσοπρόθεσμα, και ιδιαίτερα εάν διατηρηθεί η δυναμική των μεταρρυθμίσεων, πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τους ομολόγους της στην ευρωζώνη, ανέφερε σε ανακοίνωσή της η S&P .
Βασικά σημεία της αξιολόγησής του οίκου:
- Οι ελληνικές Αρχές επιχειρούν σε μια ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμες στενότητες.
- Παρά τα πρόσφατα κάπως πιο ήπια οικονομικά στοιχεία, η ανάπτυξη της οικονομίας ξεπέρασε αυτή του μέσου όρου της Ευρωζώνης, «μια τάση που αναμένουμε να συνεχιστεί».
- Το προηγούμενα πολύ υψηλό καθαρό δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό στο ΑΕΠ μειώνεται και αναμένεται να συνεχίσει να το κάνει «αν οι προσδοκίες μας για δημοσιονομική πειθαρχία και σχετικά ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ επιβεβαιωθούν».
«Θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε τις αξιολογήσεις στους επόμενους 24 μήνες, αν ο λόγος του καθαρού δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ υποχωρήσει περαιτέρω για να προσεγγίσει τα επίπεδα άλλων χωρών. Πιστεύουμε ότι οι Αρχές θα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό μέσω ενός συνδυασμού διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, της πλήρους αξιοποίησης των μεγάλων πόρων του προγράμματος NextGenerationEU και στερεών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για μια μακρά περίοδο», αναφέρει ο οίκος.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο οίκος αξιολόγησης η χώρα παραμένει η πιο υπερχρεωμένη χώρα της ευρωζώνης, αλλά η κεντροδεξιά κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία κέρδισε μια δεύτερη θητεία πέρυσι, έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες ανάκαμψης.
Η S&P δήλωσε ότι αναμένει από την Ελλάδα να συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υποστηρίζουν θετικά μεσοπρόθεσμα οικονομικά και δημοσιονομικά αποτελέσματα. Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα αυξήσει τον κατώτατο μηνιαίο ακαθάριστο μισθό της κατά 6,4% στα 830 ευρώ, μια απόφαση που αποσκοπεί στη μείωση του βάρους των νοικοκυριών που στριμώχνονται από το υψηλό πληθωρισμό.
Σημειώνει ότι η Ελλάδα, όπως και οι άλλες μικρές ανοικτές οικονομίες, παραμένει εκτεθειμένη στην αλλαγή των ανέμων της παγκόσμιας οικονομίας και τους συνεχιζόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, όπως μια πιθανή οικονομική επιβράδυνση που θα μπορούσε να επηρεάσει τους σημαντικούς εξωστρεφείς τομείς του τουρισμού ή της ναυτιλίας, ή άλλη μια ξαφνική εκτίναξη των τιμών ενέργειας.
Η Ελλάδα βγήκε από μια σειρά διεθνών προγραμμάτων διάσωσης το 2018 και πέρυσι ανέκτησε το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μετά από 13 χρόνια στην κατηγορία «σκουπίδια» λόγω του συντριπτικού εθνικού της χρέους αναφέρει ο οίκος.
Να σημειώσουμε, ότι η Moody’s είναι ο μόνος οίκος αξιολόγησης που δεν έχει ακόμα δώσει στο βαθμό της επενδυτικής βαθμίδας και πλέον ανανεώνει το ραντεβού του με την ελληνική οικονομία στις 13 Σεπτεμβρίου. Μετά την S&P τη σκυτάλη παίρνει η Fitch στις 31 Μαΐου, η οποία αξιολογεί την Ελλάδα με ΒΒΒ- με positive outlook. Ακολουθεί η Scope Ratings στις 12 Ιουλίου και η DBRS στις 6 Σεπτεμβρίου.