Συχνά η αγορά κατηγορείται για μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις, ασύμμετρη πληροφόρηση, αδυναμία εκφράσεως προτιμήσεων, ανεπιθύμητες εξωτερικές επιδράσεις και άλλες ατέλειες. Το πρόβλημα εν τούτοις είναι ότι και η πολιτική σκηνή εμφανίζει ανάλογες ατέλειες με σημαντικές επιπτώσεις που μάλιστα είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπισθούν.
Κατ’ αρχάς ο πολιτικός ανταγωνισμός περιορίζεται ουσιωδώς από τη μεγάλη κλίμακα που απαιτείται για σημαντικές πολιτικές εκστρατείες και δραστηριότητες. Τα κόμματα και οι μεμονωμένοι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν πόρους ικανούς για να μπορέσουν να πλησιάσουν και να απευθυνθούν σε εκατομμύρια ψηφοφόρων. Πολλοί, άτομα ή ομάδες, που θα επιθυμούσαν να ανταγωνισθούν για υψηλά πολιτικά αξιώματα αδυνατούν να το πράξουν ακριβώς λόγω έλλειψης των απαιτούμενων πόρων (barriers to entry). Αντιθέτως, μία οικονομική επιχείρηση κατά κανόνα δεν χρειάζεται να οργανωθεί σε πανεθνική κλίμακα – μπορεί να ξεκινήσει και να πραγματοποιήσει αξιόλογα αποτελέσματα με πολύ πιο περιορισμένους πόρους.
Μία άλλη, σημαντική ατέλεια των πολιτικών διαδικασιών είναι η άγνοια τόσον αυτών που εκλέγονται για να κυβερνήσουν, δηλ. των πολιτικών, όσο και αυτών που τους εκλέγουν, δηλ, των ψηφοφόρων. Με την τάση του σύγχρονου κράτους να υπεισέρχεται σε κάθε τομέα του επιστητού, ένας υποψήφιος που κατέχει π.χ. τα θέματα της υγείας, πρέπει να μπορεί να ανταποκριθεί και σε θέματα οικονομίας, εξωτερικής πολιτικής, παιδείας, δημόσιων έργων, πολιτισμού, κλπ. Η αναγκαία σύνδεση υπερβολικά πολλών δραστηριοτήτων στην πολιτική αποθαρρύνει πολλά ικανά άτομα να εκθέσουν υποψηφιότητα και, το κυριότερο, οδηγεί στην αποτυχία πολλούς, στους οποίους η λαϊκή κρίση αναθέτει κυβερνητικά αξιώματα. Αντιθέτως, μία οικονομική επιχείρηση και πάλι πλεονεκτεί, γιατί κατά κανόνα ειδικεύεται στην παραγωγή εκείνων των αγαθών και υπηρεσιών όπου είναι πιο αποδοτική.
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η άγνοια των ψηφοφόρων κατά την άσκηση του δικαιώματος επιλογής βάσει των πολιτικών διαδικασιών. Κατ’ αρχάς, η ελάχιστη επίδραση που μπορεί να έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα η ψήφος ενός ατόμου οδηγεί στη μείωση του ενδιαφέροντος και στην έλλειψη ορθής και διεξοδικής ενημέρωσης για την προσωπικότητα των υποψηφίων και τα προγράμματα των κομμάτων. Το άτομο γνωρίζει ότι μία οικονομική απόφασή του θα επηρεάσει το πρόσωπό του ή την περιουσία του κατά μεγάλο ποσοστό ενώ η ψήφος του θα έχει επίδραση κατά π.χ. 1:10 εκατομμύρια.
Και αν όμως υποθέσουμε ότι ο μέσος ψηφοφόρος έχει έντονο ενδιαφέρον για ορθή ενημέρωση, αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο έργο γι’ αυτόν να συλλάβει τις απομακρυσμένες και συχνά μη ορατές, ακόμη και για ειδικούς, συνέπειες μιας πολιτικής εξαγγελίας ή απόφασης. Εάν π.χ. μία κυβέρνηση αυξήσει απότομα την προσφορά χρήματος, πράγμα που αναπόφευκτα θα προκαλέσει σημαντική άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών (πληθωρισμό), δεν θα δυσκολευθεί συνήθως να πείσει το μέσο ψηφοφόρο ότι για το κύμα της ακρίβειας ευθύνονται άπληστοι κερδοσκόποι ή μεγάλα συμφέροντα ή κακές καιρικές συνθήκες ή εισαγόμενος πληθωρισμός κ.ο.κ. Ενώ στην αγορά, οι καταναλωτές δεν είναι, βεβαίως, παντογνώστες, μπορούν όμως να εξακριβώσουν και να διορθώσουν ένα λάθος τους : αγοράζουν ένα αυτοκίνητο που δεν τους ικανοποιεί, το μεταπωλούν σε χαμηλότερη τιμή και αγοράζουν άλλο. Έτσι, οι παραγωγοί που ικανοποιούν σταθερά τις προτιμήσεις των καταναλωτών συσσωρεύουν κέρδη, επεκτείνονται και ευημερούν ενώ αυτοί που δεν κατορθώνουν να ικανοποιήσουν τις προτιμήσεις των καταναλωτών σε σταθερή βάση αναγκάζονται να κλείσουν (εξαιρούνται τα κρατικά μονοπώλια !). Τα κριτήρια και τα συμπτώματα της επιτυχίας ή της αποτυχίας είναι πολύ πιο άμεσα και ευδιάκριτα στις οικονομικές παρά στις πολιτικές διαδικασίες και οι συνέπειες ενός λάθους είναι μικρότερες και ευκολότερα θεραπεύσιμες στην αγορά παρά στην κάλπη.
Ένα άλλο σημείο προβληματισμού είναι το γεγονός ότι στην πολιτική οι επιλογές του εκλογικού σώματος εκδηλώνονται κατά κανόνα ανά τετραετία, ενώ στην αγορά σε καθημερινή βάση, επομένως οι αναγκαίες προσαρμογές στην αγορά πραγματοποιούνται ταχύτερα και ευκολότερα. Εξ άλλου, η ένταση των προτιμήσεων μόνο στην αγορά είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη. Στην πολιτική, κάθε ψηφοφόρος είτε είναι ενθουσιασμένος με ένα κόμμα (ή έναν υποψήφιο) είτε ψηφίζει απλώς το λιγότερο απωθητικό, διαθέτει μία μόνο ψήφο σε κάθε περίπτωση.
Στην αγορά διαθέτει περισσότερες της μιας ψήφους (νομισματικές μονάδες), τις οποίες μπορεί να κατανείμει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκομίσει το μέγιστο της ικανοποίησης. Επιπλέον, στα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων μπορεί να περιλαμβάνονται επιμέρους σημεία ή εξαγγελίες που να μην αρέσουν σε έναν ψηφοφόρο (π.χ. γάμος ομόφυλων ζευγαριών), ο οποίος παρόλα αυτά ψηφίζει το συγκεκριμένο κόμμα γιατί το προτιμά – ή το θεωρεί λιγότερο κακό – συνολικά. Θα μπορούσε συνεπώς να πει κανείς ότι το φαγητό που προσφέρουν τα πολιτικά κόμματα κάθε τέσσερα χρόνια είναι αυστηρά table d’ hote ενώ στην αγορά είναι καθημερινά a la carte.
Τα παραπάνω είναι μέρος μόνο των επιχειρημάτων υπέρ της ελεύθερης οικονομίας, δηλ. της λειτουργίας της αγοράς που βασίζεται στην αλληλεπίδραση προσφορά και ζήτησης. Παραλείπονται λόγω περιορισμών του χώρου, επιχειρήματα πιο παραγωγικής χρήσης των (πάντοτε σε στενότητα) πόρων καθώς και η ανάλυση των αρνητικών εξωτερικοτήτων (negative externalities) που παράγει η κρατική μηχανή όταν διογκώνεται πέραν από ένα σημείο, όπως : ελλείμματα, αύξηση πληθωρισμού, διόγκωση γραφειοκρατίας και παραοικονομίας, καθυστέρηση καινοτομιών, ενίοτε μέχρι και προσβολή πολιτικών ελευθεριών και ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Εν κατακλείδι, η υπεράσπιση της αγοράς δεν βασίζεται στο γεγονός, ότι το σύστημα αυτό είναι αλάνθαστο, αλλά στο ότι οι αδυναμίες του είναι πολύ πιο εύκολα διορθώσιμες από αυτές των εναλλακτικών πολιτικοοικονομικών διαδικασιών και συστημάτων, που στην πράξη είναι παραλλαγές του σοσιαλισμού.