Πολλοί είναι εκείνοι που κατηγορούν την ελεύθερη αγορά ως έναν άδικο μηχανισμό που συνθλίβει τους ασθενέστερους και το κέρδος ως ‘’προϊόν εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο’’. Λίγοι, ωστόσο, είναι εξοικειωμένοι με την οικονομική έννοια του κέρδους, η οποία δεν συμπίπτει με την λογιστική.
Η τελευταία προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογή των παραδεδεγμένων κανόνων λογιστικής, περιλαμβανομένων και των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ). Αυτό είναι το κέρδος που εξετάζουν και οι ελεγκτές του Υπουργείου Ανάπτυξης καθώς και οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους. Τους διαφεύγει, όμως, η οικονομική έννοια του κέρδους. Ο σωστός οικονομολόγος και ο σωστός επιχειρηματίας προχωρούν στην αφαίρεση από τα έσοδα (από πωλήσεις και από κάθε άλλη πηγή) όχι μόνο των πραγματοποιουμένων και λογιστικά αποτυπωμένων δαπανών αλλά, επιπλέον, και διαφόρων υπολογιζόμενων δαπανών ή στοιχείων κόστους (imputed costs).
Εάν, π.χ., μία επιχείρηση χρησιμοποιεί κτίρια που έχει αγοράσει προ πολλών ετών και έχει αποσβέσει την αξία τους, θα μπορούσε όμως να τα ενοικιάσει σε τρίτους με υψηλό ενοίκιο λόγω δημόσιων έργων, νέων δρόμων, σταθμού μετρό κλπ., που έγιναν προσφάτως στην περιοχή, τότε για τον προσδιορισμό της οικονομικής έννοιας του κέρδους πρέπει να αφαιρεθεί και το υπολογιζόμενο ενοίκιο των κτιρίων, το οποίο χαρακτηρίζεται και ως κόστος ευκαιρίας (opportunity cost). Το κόστος ευκαιρίας ενός χρησιμοποιημένου πόρου είναι το όφελος που θα αποκόμιζε ο κύριος του πόρου αυτού εάν τον χρησιμοποιούσε για έναν άλλο σκοπό και το οποίο όφελος δεν πραγματοποιείται με την δέσμευση και χρήση του πόρου αυτού στην παρούσα δραστηριότητα.
Το κέρδος, επομένως, κατά την οικονομική έννοια προσδιορίζεται ως το όφελος εκείνο που είναι αρκετό ώστε να πεισθεί ο επιχειρηματίας να παραμείνει στην παρούσα δραστηριότητά του. Τούτο, όπως προαναφέραμε, ισούται με το άθροισμα του κόστους ευκαιρίας όλων των χρησιμοποιούμενων πόρων (περιλαμβανομένου και του χρόνου). Εάν τώρα τα πραγματοποιούμενα από την επιχείρηση κέρδη είναι μεγαλύτερα από το ποσόν αυτό (οπότε ορισμένοι θα μιλούσαν, αδοκίμως, για ‘’υπερκέρδη’’), θα πρέπει να αναμένουμε είσοδο άλλων επιχειρηματιών στην δραστηριότητα αυτή. Για να συμβεί, βεβαίως, η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να μην υπάρχουν εμπόδια, νομοθετικά ή άλλα, στην είσοδο και έξοδο επιχειρήσεων στους διάφορους κλάδους ή επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Επομένως, η ύπαρξη των λεγόμενων ‘’υπερκερδών’’ αποτελεί είτε ένα βραχυπρόθεσμο φαινόμενο οικονομικής ανισορροπίας είτε το αποτέλεσμα εμποδίων εισόδου νέων επιχειρήσεων, με άλλες λέξεις της ανυπαρξίας ανταγωνισμού. Σε μία ελεύθερη, ανταγωνιστική αγορά, η ύπαρξη υψηλών κερδών μίας επιχειρηματικής δραστηριότητας σημαίνει ότι κάποιοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι χρησιμοποιούνται σε άλλους τομείς της οικονομίας με μικρότερη απόδοση και ταυτοχρόνως δημιουργεί ισχυρό κίνητρο για προσέλκυση πρόσθετων πόρων στην συγκεκριμένη δραστηριότητα, γεγονός που μεσοπρόθεσμα οδηγεί σε πιο ορθολογική κατανομή των πόρων και καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών του καταναλωτικού κοινού, δηλ. ολόκληρης της κοινωνίας.
Συχνά το κέρδος αποδοκιμάζεται γιατί θεωρείται ότι πραγματοποιείται σε βάρος κάποιου άλλου: εάν εσύ έχεις κερδίσει, εγώ έχω χάσει. Αυτή η μηδενικού αθροίσματος αντίληψη (zero-sum game) μπορεί να ισχύει π.χ. για το τάβλι, δεν ισχύει όμως για την οικονομία και για το κέρδος, όπως δεν ισχύει και για άλλα πράγματα, π.χ.για το σεξ. Όπως η σεξουαλική ικανοποίηση δεν πραγματοποιείται σε βάρος του συντρόφου (εκτός εάν επέρχεται ως αποτέλεσμα βίας ή εξαναγκασμού), έτσι και το κέρδος προκύπτει ως αποτέλεσμα μίας εκούσιας οικονομικής ανταλλαγής στη βάση ‘’σου δίνω κάτι που έχω και θέλεις και μου δίνεις κάτι που έχεις και θέλω’’, και από την οποία ανταλλαγή αμφότερα τα μέρη αποκομίζουν κάποιο όφελος – αλλιώς δεν θα προέβαιναν σε αυτήν.
Πολλοί παραπονούνται, ότι το κέρδος δεν το απολαμβάνουν όλοι σε ίσα μερίδια. Ανεξαρτήτως ότι αυτό δεν είναι το ζητούμενο – ζητούμενο είναι η καταπολέμηση της φτώχειας (αυτό, όμως, είναι το αντικείμενο μίας άλλης ανάλυσης) – πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εάν το κέρδος διανεμόταν σε ίσα μερίδια και δινόταν σε όλους η εγγύηση μίας ισομερούς κατανομής ασχέτως προσπάθειας, κινδύνου και αποτελεσματικότητας, θα κατέρρεε ολόκληρη η δομή του συστήματος των κινήτρων με εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για όλους. Ας μη λησμονούμε ότι η ύπαρξη κερδών (όπως άλλωστε και ολόκληρου του μηχανισμού των τιμών) χρησιμεύει ως ένα υπερανεπτυγμένο σύστημα σημάτων και μετακίνησης των πόρων στις χρήσεις εκείνες που οι καταναλωτές εκτιμούν περισσότερο. Καμία ομάδα κεντρικών προγραμματιστών δεν είναι σε θέση να επιτελέσει αυτές τις απαραίτητες οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες εξ ίσου αποτελεσματικά.
Μία άλλη κατηγορία αντιρρήσεων μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πνευματικής ή φιλοσοφικής φύσεως. Είναι το επιχείρημα της ευτυχίας και το επιχείρημα του υλισμού. Η επιδίωξη του κέρδους, ισχυρίζονται οι επικριτές, δεν καθιστά τον άνθρωπο ευτυχή, αντιθέτως, τον αποτρέπει από την επιδίωξη άλλων, ευγενέστερων σκοπών. Η εποχή μας, παρατηρούν, είναι εποχή πνευματικής κατάπτωσης. Έχουν παρέλθει οι ημέρες των μεγάλων ποιητών, καλλιτεχνών ή συγγραφέων και γι’ αυτό φταίει – ποιός άλλος ; – ο καπιταλισμός και το κέρδος.
Και αυτές οι κατηγορίες είναι αβάσιμες. Επί των ημερών του πιο ‘’άγριου’’ καπιταλισμού αναδείχθηκαν μέγιστοι συγγραφείς, μουσουργοί, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες. Όταν μιλάμε για ‘’πνευματική κατάπτωση’’ της εποχής μας, καλό είναι να αναλογιζόμαστε την πρόοδο των επιστημών και τα απίστευτα επιτεύγματα του νου των ανθρώπων του σήμερα. Ως προς το επιχείρημα ότι η απόκτηση του κέρδους, και γενικότερα των υλικών αγαθών, δεν καθιστά τον άνθρωπο ευτυχή, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι δεν εργάζονται για να αποκτήσουν την τέλεια ευτυχία αλλά για να αποφύγουν ορισμένες αιτίες δυστυχίας ή δυσφορίας και να αποκτήσουν μίαν ικανοποίηση μεγαλύτερη από ό,τι πριν. Κάποιος που αγοράζει ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο πράγματι αισθάνεται περισσότερο ικανοποιημένος, αλλιώς δεν θα το αγόραζε ή θα το μεταπωλούσε. Το έργο του γιατρού δεν είναι να κάνει τον ασθενή ευτυχή, αλλά να του διώξει τον πόνο και να τον αφήσει έτσι σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν.
Τρία ‘’ζήτω’’, λοιπόν, για το κέρδος, το οποίο αποτελεί ανταμοιβή για την κοπιώδη προσπάθεια συσσώρευσης κεφαλαίου, την ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων, την εφαρμογή καινοτομιών, την παραγωγική λειτουργία. Τα υψηλά κέρδη είναι (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ασφαλής ένδειξη ότι μία επιχείρηση ικανοποιεί την πελατεία της. Χάρη στα κέρδη της η επιχείρηση αυτή είναι σε θέση να καταβάλλει υψηλότερους μισθούς στο προσωπικό της, να δίνει μεγαλύτερα μερίσματα στους μετόχους της και να συνεισφέρει περισσότερα στο δημόσιο ταμείο υπό μορφή φόρων. Μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται, από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, προκειμένου να είναι τα κέρδη τους διατηρήσιμα. Αυτό ακριβώς επιδιώκεται, κατά τα τελευταία ιδίως έτη, με την εφαρμογή των λεγόμενων ESG κριτηρίων (Environment, Society, Governance), δηλ. τον συνδυασμό καλών οικονομικών αποτελεσμάτων με στόχους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και καλής διακυβέρνησης. Τέτοιες επιχειρήσεις χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες στην χώρα μας.